καταπιστεύω
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
English (LSJ)
A trust, ταῖς ἰδίαις δυνάμεσι Plb.2.3.3; τινι Hld.4.13: c. pres. or fut. inf., Id.6.7, 1.23; ἐν φίλοις LXXMi.7.5: abs., feel confidence, Plu.Lys.8, Gal.12.692. II entrust, τινὶ τὴν ἄμυναν, τὴν διοίκησιν, Zos.1.36, 3.2; ἑνὸς ἀνδρὸς ἐξουσίᾳ τοσαύτης ἀρχῆς κίνδυνον Id.1.5; τινι c. inf., Sammelb. 5273.4 (v A. D.):—Pass., to be entrusted, POxy.136.8 (vi A. D.): also in pf. part., devoted, ἀνὴρ ταῖς Μούσαις -πεπιστευμένος Phalar.Ep.93.1.
German (Pape)
[Seite 1370] anvertrauen, τινί τι, Sp.; – trauen, τινί, Pol. 2, 3, 3 u. öfter; absolut, Plut. Lysand. 8.
French (Bailly abrégé)
se confier, être confiant.
Étymologie: κατά, πιστεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πιστεύω vertrouwen hebben.
Russian (Dvoretsky)
καταπιστεύω: доверять(ся), питать доверие (τινί Polyb.): πάντες ἀπεσφάγησαν οἱ καταπιστεύσαντες Plut. все (жители Милета), доверившиеся (Лисандру), были перебиты.
Greek (Liddell-Scott)
καταπιστεύω: πιστεύω πολύ, παρέχω τυφλὴν πίστιν, ἔχω πεποίθησιν, ἄνευ πτώσεως, πάντες ἀπεσφάγησαν οἱ καταπιστεύσαντες Πλουτ. Λύσ. 8· τινί, εἴς τινα, Πολύβ. 2.3, 3. ΙΙ. ἐμπιστεύομαι, τινί τι, Ζώσιμ. 1, 5 καὶ 36., 3, 2.- Παθ., μὲ ἐμπιστεύεταί τις, Φάλαρ. 2) Παθ., ὡσαύτως, μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐμπιστεύεταί τι εἰς ἐμέ, καταπιστευθεὶς τὰ τῆς πόλεως χρήματα· τὴν καταπεπιστευμένην αὐτῷ διακονίαν Φωτ. Ἐπ. 178, Βιβλ. 497, 6.
Greek Monolingual
καταπιστεύω (AM)
1. πιστεύω πολύ, έχω τυφλή πίστη σε κάποιον, έχω πεποίθηση σε κάποιον ή σε κάτι («καταπιστεύω ταῖς ἰδίαις δυνάμεσι», Πολ.)
2. εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον
3. φρ. α) «καταπιστεύομαι ὑπό τινος» ή «καταπιστεύομαι τινί» — μέ εμπιστεύεται κάποιος, γίνομαι αντικείμενο εμπιστοσύνης από κάποιον («ταῖς Μούσαις καταπεπιστευμένος» — που τον έχουν εμπιστευθεί οι Μούσες, Φάλαρ.)
β) «καταπιστεύομαι τι» — μού εμπιστεύεται κάποιος κάτι («καταπιστευθεὶς τὰ της πόλεως χρήματα», Φώτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πιστεύω «εμπιστεύομαι»].
Greek Monotonic
καταπιστεύω: μέλ. -σω, έχω τυφλή εμπιστοσύνη, εμπιστεύομαι, πιστεύω, σε Πλούτ.
Middle Liddell
fut. σω
to trust, Plut.