προσαναστέλλω

From LSJ
Revision as of 23:47, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαναστέλλω Medium diacritics: προσαναστέλλω Low diacritics: προσαναστέλλω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: prosanastéllō Transliteration B: prosanastellō Transliteration C: prosanastello Beta Code: prosanaste/llw

English (LSJ)

hold in, get under control, τὸν ἵππον Plu.Alex.6; mould an infant's nostrils, Sor.1.103.

German (Pape)

[Seite 750] noch dazu anhalten, hemmen, Plut. Alex. 6.

French (Bailly abrégé)

ramener à soi.
Étymologie: πρός, ἀναστέλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αναστέλλω ook nog onder bedwang krijgen.

Russian (Dvoretsky)

προσαναστέλλω: попридерживать, сдерживать (sc. τὸν ἵππον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προσαναστέλλω: ἀναστέλλω, κρατῶ ὀπίσω προσέτι, τὸν ἵππον Πλουτ. Ἀλέξ. 6.

Greek Monolingual

Α
1. ανακόπτω, εμποδίζω επί πλέον («περιλαβὼν ταῖς ἡνίαις τὸν χαλινὸν ἄνευ πληγῆς καὶ σπαραγμοῦ προσανέστειλεν [τὸν ἵππον]», Πλούτ.)
2. διαπλάσσω, σχηματίζω τα ρουθούνια βρέφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναστέλλω «συγκρατώ, αναχαιτίζω»].

Greek Monotonic

προσαναστέλλω: κρατώ πίσω επιπλέον, τὸν ἵππον, σε Πλούτ.

Middle Liddell


to hold back besides, τὸν ἵππον Plut.