ἀντιμεταλαμβάνω
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
A assume in turn or assume in exchange, πρόσωπον Plu.2.785c; τὸν τόπον τινός Ascl.Tact. 10.15; ὥσπερ ἐκ κληρονομίας τὸ μῖσος J.AJ16.3.1. 2 receive back in return, Phld.Oec.p.65J., cf. Piet.113. 3 take arguments in reverse order, Dam.Pr.350. II Gramm., use a form in place of another, A.D.Adv.130.14:—Pass., 154.22, al.; also, to be changed, εἰς . . 130.11.
Spanish (DGE)
I 1tomar a su vez, asumir a su vez πρόσωπον Plu.2.785c, τὸν τόπον Ascl.Tact.10.15, ὥσπερ ἐκ κληρονομίας τὸ ... μῖσος I.AI 16.66
•gram. usar una forma por otra A.D.Adu.130.14.
2 recibir a cambio ἀπὸ λόγων φιλο[σό] φων ... ἀντιμεταλαμβάνειν εὐχάριστον Phld.Oec.p.65, cf. Piet.113.12.
3 exponer en orden inverso argumentos, Dam.Pr.350.
II en v. med. pas. cambiarse εἰς αἰτιατικήν A.D.Adu.130.11, cf. 130.14.
German (Pape)
[Seite 255] (s. λαμβάνω), statt einer Sache eine andere annehmen, Plut. an seni 4; vgl. Schol. Ar. Ran. 504; pass., verwandelt werden, B. A. 540, 21.
French (Bailly abrégé)
prendre en échange.
Étymologie: ἀντί, μεταλαμβάνω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιμεταλαμβάνω: ἀντὶ ἑνὸς πράγματος λαμβάνω ἄλλο, Πλούτ. 2. 785C: ― Παθ., ἀντιμεταβάλλομαι, ἀντιμετειλημμένον δὲ εἰς αἰτιατικὴν Α. Β. 540. 21.
Greek Monolingual
ἀντιμεταλαμβάνω (Α)
1. παίρνω κάτι αντί να πάρω κάτι άλλο
2. ανταλλάσσω
3. (Γραμμ.) χρησιμοποιώ έναν τύπο στη θέση κάποιου άλλου.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιμεταλαμβάνω: надевать взамен, менять (πρόσωπον Plut.).