αὐγασμός
From LSJ
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
ὁ, radiance, flashing, ἡλίου Placit.3.5.10.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
brillo, resplandor ἶριν γίνεσθαι κατ' αὐγασμὸν ἡλίου Placit.3.5.10 (= Anaximen.A 18)
•fig. ὁ αὐγασμὸς τῆς δόξης τοῖς πεφωτισμένοις Cyr.H.Catech.6.29.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
éclat, lumière.
Étymologie: αὐγάζω.
Russian (Dvoretsky)
αὐγασμός: ὁ сияние, блеск Plut.
Greek (Liddell-Scott)
αὐγασμός: ὁ, ἀκτινοβολία, λάμψις, λαμπρότης, στιλπνότης, Πλούτ. 2. 894Ε.
Greek Monolingual
αὐγασμός, ο (Α)
λαμπρότητα, στιλπνότητα.