κραδίας
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
Ion. κραδ-ίης, ου, ὁ, (κράδη) A curdled with fig-juice, τυρός Hsch. II κ. νόμος air played on the flute while the φαρμακοί were whipped with fig-branches, Id.; ascribed to Mimnermus by Hippon.96.
Russian (Dvoretsky)
κρᾰδίᾱς: ου adj. m фиговый: κ. νόμος Plut. фиговый напев (исполнявшийся на свирели во время праздника τὰ Θαργήλια).
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰδίας: Ἰων. -ίης, ου, ὁ, (κράδη) ὁ πηγνύμενος δι’ ὀποῦ τῆς κράδης, συκῆς, τυρὸς Ἡσύχ. ΙΙ. κρ. νόμος, ἀρχαῖον τι μέλος αὐλητικὸν παιζόμενον (καθ’ ἅ λέγει ὁ Ἡσύχ.), ἐνῷ οἱ ἐκπεμπόμενοι φαρμακοὶ ἐμαστιγοῦντο διὰ κλάδων συκῆς, Πλούτ. 2. 1133F· ἀλλ’ ἴδε Francke Καλλῖνον σ. 129.
Greek Monolingual
κραδίας, -ου, ιων. τ. κραδίης, ὁ (Α) κράδη
1. (για τυρί) αυτός που έπηξε με τον χυμό συκιάς
2. φρ. μουσ. «κραδίης νόμος» — αυλητικός νόμος ο οποίος εκτελούνταν κατά τη μαστίγωση τών φαρμακών, δηλαδή τών εξιλαστήριων θυμάτων για τον καθαρμό μιας πόλης.