λυσσητήρ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, one that is raging or raving mad, κύων Il.8.299; ἰὸς κυνός AP5.265 (Paul. Sil.).
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
enragé.
Étymologie: λυσσάω.
Russian (Dvoretsky)
λυσσητήρ: ῆρος adj. m
1) бешеный (κύων Hom.);
2) беснующийся (в пляске), неистовствующий (πούς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
λυσσητήρ: ῆρος, ὁ, λυσσώδης, μανιώδης, κύων λ. Ἰλ. Θ. 299· ἰὸς κυνὸς Ἀνθ. Π. 5. 266· ποὺς λ. αὐτόθι 6. 94.
English (Autenrieth)
ῆρος: one who rages, raging, w. κύων, Il. 8.299†.
Greek Monolingual
λυσσητήρ, -ῆρος, ὁ (ΑM)
λυσσώδης, μανιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσσώ (I) + επίθημα -(η)τήρ (πρβλ. οικητήρ, πωλητήρ)].
Greek Monotonic
λυσσητήρ: -ῆρος, ὁ, κάποιος που είναι λυσσασμένος, μανιώδης, σε Ομήρ. Ιλ., Ανθ.