μετάτροπος
οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
English (LSJ)
ον, A turning about, returning, μ. ἐκ βυθοῦ ἔρρων AP 7.506.5 (Leon.), cf. Call.Del.99; μ. αὖραι veering winds, E.El.1147 (lyr.); πολέμον μ. αὔρα Ar.Pax945 (lyr.). 2 turning round upon, δαίμων μ. ἐπί τινι A.Pers.943 (lyr.); μετάτροπα ἔργα deeds that turn upon their author or are visited with vengeance, Hes. Th.89.
German (Pape)
[Seite 155] umgewandelt, ἔργα μετάτροπα, Thaten der Vergeltung, der Rache, durch die ein Unglück auf das Haupt des Urhebers zurückfällt, Hes. Th. 89; – zurückgewandt, δαίμων γὰρ ὅδ' αὖ μετάτροπος ἐπ' ἐμοί, Aesch. Pers. 905; μετάτροποι πνέουσιν αὖραι δόμων, Eur. El. 1147; u. ähnlich Ar. κατέχει πολέμου μετάτροπος αὔρα, Pax 945; sp. D., wie Callim. Del. 99.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
retourné, changé.
Étymologie: μετατρέπω.
Russian (Dvoretsky)
μετάτροπος:
1) обращенный назад: μ. ἔρρων Anth. возвращающийся;
2) переменивший направление, т. е. неблагоприятный (τινι δαίμων Aesch.; αὖραι Eur.): πολέμου μ. αὔρα Eur., Arph. тж. pl. превратности войны; ἔργα μετάτροπα Hes. обратившиеся (против виновника) дела, т. е. возмездие.
Greek (Liddell-Scott)
μετάτροπος: -ον, ὁ περιτρεπόμενος, ἐπιστρέφων, Ἀνθ. Π. 7. 506, Καλλ. εἰς Δῆλ. 99. 2) ὁ στρεφόμενος πρός τι, δαίμων μ. ἐπί τινι Αἰσχύλ. Πέρσ. 942· ἔργα μετάτροπα, = ἔργα ἄντιτα, παλίντιτα, ἔργα, ἅτινα ἐπιστρέφουσιν εἰς τὸν πράξαντα αὐτά, ἢ ἅτινα ἀκολουθεῖ ἐκδίκησις καὶ τιμωρία, Ἡσ. Θ. 89· - καὶ ὑπάρχει πιθανῶς ἡ αὐτὴ ἔννοια τιμωρίας καὶ ἐκδικήσεως ἐν τῷ: μ. αὖραι ἐν Εὐρ. Ἠλ. 1147, καὶ πολέμου μετάτροπος αὔρα ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 945. Πρβλ. μετατροπή.
Greek Monolingual
μετάτροπος, -ον (Α) μετατρέπω
1. αυτός που στρέφεται προς τα πίσω, αυτός που επιστρέφει («μετάτροποι πνέουσιν αὖραι», Ευρ.)
2. αυτός που στρέφεται προς κάτι ή γύρω από κάτι (α. «δαίμων μετάτροπος ἐπ' ἐμοί», Αισχύλ.
β. «ἔργα μετάτροπα» — πράξεις που επιστρέφουν στον δράστη, έργα που τά ακολουθεί τιμωρία ή εκδίκηση, Ησίοδ.)
3. αυτός που είναι επιρρεπής στην αλλαγή
4. ο αναποδογυρισμένος.
Greek Monotonic
μετάτροπος: -ον (μετατρέπω),·
1. αυτός που στρέφεται προς τα πίσω, που επιστρέφει, σε Ανθ.
2. αυτός που στρέφεται προς κάτι, σε Αισχύλ.· ἔργα μετάτροπα, πράξεις που επιστρέφουν σ' αυτόν που τις έκανε ή που τα ακολουθεί εκδίκηση ή ανταπόδοση, σε Ησίοδ.· ομοίως, μετάτροποι αὖραι, σε Ευρ.· πολέμου μετάτροπος αὔρα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
μετάτροπος, ον μετατρέπω
1. turning about, returning, Anth.
2. turning round upon, Aesch.; ἔργα μετάτροπα deeds that turn upon their author or are visited with vengeance, Hes.; so, μ. αὖραι Eur.; πολέμου μετάτροπος αὔρα Ar.