ἀκόρητος
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
English (LSJ)
ον,
A insatiate, unsated, c. gen., πολέμου, μάχης, ἀπειλάων, Il.12.335, 20.2, 14.479 (not in Od.), cf. Hes.Sc.346; προκάδων h.Ven.71.
II (κόρις) undisturbed by bugs, Ar.Nu.44 (wrongly expl. by Sch. and Phot.p.63 R. as unswept).
Spanish (DGE)
-ον
insaciable, que no se harta de pers. c. gen. μόθου Il.7.117, πολέμου Il.12.335, cf. Il.20.2, μάχης Col.Memn.62.6 (II d.C.?), ἀϋτῆς Il.13.621, Hes.Sc.346, 433, 459, ἀπειλάων Il.14.479, ὑμεναίων Musae.285, ζήλοιό τ' ἐπισμυγερῶς ἀκόρητοι insaciables en sus celos para su propia ruina A.R.1.616, ἀ. ὑσμίνης Nonn.D.32.166, ἱπποσύνης Nonn.D.37.171, δαίμων ... κακῶν θρήνων IGBulg.12.220.5 (Odesos I/II d.C.)
•de un charlatán τῇ ἀκορήτῳ γλώσσῃ Gr.Nyss.Eun.2.447, de anim. παρδάλιες ... προκάδων ἀκόρητοι h.Ven.71, de cosas οἶστρος Nonn.D.48.552.
-ον
no acicalado, no refinado, ἄγροικος ... βίος ... ἀκόρητος Ar.Nu.44
•del estilo no pulido Gr.Naz.Ep.51.5.
French (Bailly abrégé)
1ος, ον :
malpropre, non nettoyé.
Étymologie: ἀ, κορέω¹.
2ος, ον :
insatiable de, gén..
Étymologie: ἀ, κορέννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀκόρητος: не могущий насытиться (τινος Hom., HH, Hes.).
неопрятный, грязный (βίος Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκόρητος: -ον, (κορέννυμι) = ἀκόρεστος, ἀχόρταστος, μ. γεν., πολέμου, μάχης, ἀπειλάων, Ἰλ. Μ. 335., Υ. 2., Ξ. 479 (οὐδαμοῦ ἐν Ὀδ., πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. 346· προκάδων, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 71· πρβλ. ἀκόρεστος. ΙΙ. (κορέω) ὁ μὴ σαρωθείς, μὴ καλλωπισθείς, Ἀριστοφ. Νεφ. 44.
English (Autenrieth)
(κορέννῦμι): insatiate, w. gen.
Greek Monolingual
(I)
ἀκόρητος, -ον (Α) κορέννυμι
1. ο ακόρεστος
«Ἄρης ἀκόρητος αὐτῆς» (Ησίοδος)
2. ασκούπιστος, ακαλλώπιστος.
(II)
ἀκόρητος, -ον (Α) κόρις
αυτός που δεν τον ενόχλησαν οι κοριοί.
Greek Monotonic
ἀκόρητος: -ον (κορέννυμι),
I. αχόρταγος, άπληστος σε ή με κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
II. (κορέω), ασκούπιστος, μη ξέχειλος, μη γεμισμένος έως πάνω, αδιακόσμητος, αστόλιστος, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
κορέννυμι
I. insatiate, unsated in or with a thing, c. gen., Il.
II. (κορέω) unswept, ungrimmed, ungarnished, Ar.