ἀκαμπής
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
English (LSJ)
ές, = ἄκαμπτος, Thphr.HP3.10.4, Orph.A.173, etc.: metaph., θυμός ib.999, cf. Ph.1.528, Plu.2.959f.
Spanish (DGE)
-ές
1 que no se dobla, rígido, inflexible, γόνυ Orph.A.173, Nonn.Par.Eu.Io.11.44, φλοιός Thphr.HP 3.10.4, ἔγχος Nonn.D.36.19
•fig. inflexible, firme, resuelto θυμός Orph.A.999, νοῦς Ph.2.258, λογισμός Ph.2.376, βουλαί Fun.Mon.1041.16 (II/III d.C.), μῆνις Nonn.D.22.378, πίστις Nonn.Par.Eu.Io.3.36, ἀ. τίς εἰμι Fronto Ep.21.1.
2 inevitable ὥρης ἐκ ταύτης με σάωσον ἀκαμπέος Nonn.Par.Eu.Io.12.27.
Russian (Dvoretsky)
ἀκαμπής: Luc., Plut. = ἄκαμπτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαμπής: -ές, = ἄκαμπτος, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 3. 10, 4, κτλ.
Greek Monolingual
(-ούς), -ές (Α ἀκαμπής)
άκαμπτος, αλύγιστος, ίσιος
αρχ.
1. μτφ. αλύγιστος, ασυγκίνητος
«ἀκαμπὴς πρὸς οἶκτον» (Πλούτ. 959 f)
2. σταθερός, ανυποχώρητος
3. αναπόφευκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -καμπὴς < κάμπτω.