ἀφρίζω
ἐν πιθήκοις ὄντα δεῖ εἶναι πίθηκον → in Rome we do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans do | when in Rome, do as the Romans | when in Rome, do like the Romans do | when in Rome | being among monkeys one has to be a monkey
English (LSJ)
= ἀφρέω, foam, S.El.719, Hp.Mul.2.123, Thphr.CP 6.1.5; of a wine-cup, Antiph.174.6, Alex.119.3.
Spanish (DGE)
echar espuma los caballos ἤφριζον ἱππικαὶ πνοαί S.El.719, cf. Q.S.4.548, enfermos, Hp.Mul.2.123, 154, Eu.Marc.9.18, 20, D.Chr.63.5
•esp. de productos batidos espumear τὸ ἔλαιον ... τῷ ὑγρῷ Arist.Pr.927a13, cf. Plu.2.696b, de la leche, Nic.Al.76, de las claras de huevo Gp.7.22.1
•rebosar de espuma una copa de vino, Antiph.174.6, Alex.119.3, del jugo de una planta, Thphr.CP 6.1.5, del mar, Eun.VS 485.
German (Pape)
[Seite 415] dasselbe, ἱππικαὶ πνοαί Soph. El. 709; vom Becher Alex. Ath. XI, 472 a; Prosa, D. Sic. 3, 10.
French (Bailly abrégé)
f. ἀφρίσω;
écumer.
Étymologie: ἀφρός.
Russian (Dvoretsky)
ἀφρίζω: покрываться пеной, пениться (ἤφριζον ἱππικαὶ πνοαί Soph.; τὰ ἀφρίσαντα θηρία Diod.; τὸ ἔλαιον ἀφρίζει Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφρίζω: μέλλ. -ίσω, = ἀφρέω, κάμνω ἢ εκβάλλω άφρούς, Σοφ. Ἠλ. 719, Ἱπποκρ. 645. 2· ἐπὶ ποτηρίου οἴνου, πλῆρες, ἀφρίζον Ἀντιφάν. ἐν «Ομοίοις» 1, 6· κρατήρ... πλήρης, ἀφρίζων Ἄλεξ. ἐν «Κύκνῳ» 1.
English (Strong)
from ἀφρός; to froth at the mouth (in epilepsy): foam.
English (Thayer)
(ἀφρός); to foam: Sophocles El. 719; Diodorus 3,10; Athen. 11,43, p. 472a.; (others).) (Compare: ἐπαφρίζω.)
Greek Monolingual
(AM ἀφρίζω, Α και ἄφρω, -έω)
1. βγάζω ή έχω αφρούς
2. (για πρόσωπα και ζώα) βγάζω αφρούς από το στόμα, συνήθως από οργή ή λύσσα
νεοελλ.
οργίζομαι, θυμώνω πολύ.
Greek Monotonic
ἀφρίζω: μέλ. -ίσω (ἀφρός), αφρίζω, σε Σοφ.
Middle Liddell
Chinese
原文音譯:¢fr⋯zw 阿弗里索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:泡沫(化)
字義溯源:口流泡沫,口中流沫;源自(ἀφρός)*=泡沫)
出現次數:總共(2);可(2)
譯字彙編:
1) 他⋯口中流沫(1) 可9:18;
2) 口中流沫(1) 可9:20