ἐμμετρία

From LSJ
Revision as of 19:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμμετρία Medium diacritics: ἐμμετρία Low diacritics: εμμετρία Capitals: ΕΜΜΕΤΡΙΑ
Transliteration A: emmetría Transliteration B: emmetria Transliteration C: emmetria Beta Code: e)mmetri/a

English (LSJ)

ἡ, fit measure, opp. ἀμετρία, Pl.R.486d, Phlb.52c.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
moderación, mesura Pl.Phlb.52c, R.486d
ret. proporción τῶν περιόδων D.H.Comp.26.1.

German (Pape)

[Seite 808] ἡ, das Ebenmaaß, Plat. Phileb. 52 c; Ggstz von ἀμετρία, Rep. VI, 486 d.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
proportion, juste mesure.
Étymologie: ἔμμετρος.

Russian (Dvoretsky)

ἐμμετρία:размеренность, соразмерность Plat.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμμετρία: ἡ, προσῆκον μέτρον, ἀναλογία, Πλάτ. Πολ. 486D, Φιλ. 52C.

Greek Monolingual

ἐμμετρία, η (Α)
συμμετρία, αναλογία.

Greek Monotonic

ἐμμετρία: ἡ, αρμόζον ή κατάλληλο μέτρο, αναλογία, συμμετρία, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἐμμετρία, ἡ,
fit measure, proportion, Plat. [from ἔμμετρος