ἐπινωμάω

From LSJ
Revision as of 19:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινωμάω Medium diacritics: ἐπινωμάω Low diacritics: επινωμάω Capitals: ΕΠΙΝΩΜΑΩ
Transliteration A: epinōmáō Transliteration B: epinōmaō Transliteration C: epinomao Beta Code: e)pinwma/w

English (LSJ)

A bring or apply to, παιῶνα κακῶν τινί S.Ph.168 (anap.); σώματα . . ὄμματος αὐγαῖς ἐπενώμας didst survey . ., E.Ph.1564 (anap.). II. distribute, apportion, λάχη τὰ κατ' ἀνθρώπους A.Eu. 311 (anap.); κλήρους Id.Th.727 (lyr.), cf.S.Ant.139 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 966] zutheilen, ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷ χάλυβος Σκυθῶν ἄποικος Aesch. Spt. 709, vgl. Eum. 301; ἄλλα δ' ἐπ' ἄλλοις ἐπενώμα μέγας Ἄρης Soph. Ant. 139; εἰ τάδε σώματα νεκρῶν ὄμματος αὐγαῖς σαῖς ἐπενώμας, wenn du sie durchmusterst, betrachtest, Eur. Phoen. 1564; vgl. ἐπινέμω. – Bei Soph. Phil. 168 οὐδέ τιν' αὑτῷ παιῶνα κακῶν ἐπινωμᾶν erkl. der Schol. ἐξευρίσκειν, ersinnen, herzubringen; Andere erkl. es intrans., hinzukommen, nahen, u. schreiben αὐτῷ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 tr. distribuer, partager, répartir;
2 intr. s'approcher de, τινι.
Étymologie: ἐπί, νωμάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπινωμάω:
1) распределять, раздавать, давать в удел (τὰ λάχη κατ᾽ ἀνθρώπους, κλήρους Aesch.): ἄλλα ἐπ᾽ ἄλλοις ἐπενώμα Ἄρης Soph. каждому (из «семерых против Фив») Арей уготовил особый удел;
2) обводить: ὀμμάτων αὐγαῖς ἐ. τι Eur. озирать что-л.;
3) приводить, находить (παιῶνά τινα κακῶν τινι Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινωμάω: μέλλ. -ήσω, κατευθύνω τὰ βήματά μου πρός τινα, πλησιάζω πρὸς αὐτόν, οὐδέ τιν’ αὐτῷ παιῶνα κακῶν ἐπινωμᾶν Σοφ. Φ. 168· παρατηρῶ, προσβλέπω τι, σώματα... ὀμμάτων αὐγαῖς ἐπενώμας Εὐρ. Φοίν. 1564. ΙΙ. διανέμω, διαμοιράζω, λάχη τὰ κατ’ ἀνθρώπους Αἰσχύλ. Εὐμ. 311· κλήρους ὁ αὐτ. Θήβ. 729, πρβλ. Ἀγ. 781, Σοφ. Ἀντ. 139.

Greek Monotonic

ἐπινωμάω: μέλ. -ήσω,
I. φέρνω ή προσφεύγω, κατευθύνω τα βήματά μου, πλησιάζω, σε Σοφ., Ευρ.
II. διανέμω, διαμοιράζω, σε Αισχύλ., Σοφ.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to bring or apply to, Soph., Eur.
II. to distribute, apportion, Aesch., Soph.