ἡμίοπτος
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
ον, half-roasted, Alex.175, Luc.Gall.2 (v.l.), Hld.2.19.
German (Pape)
[Seite 1169] halb gebraten, κρέα Luc. Gall. 2, a. Sp., wie Hel. 2, 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié rôti.
Étymologie: ἡμι-, ὀπτός.
Russian (Dvoretsky)
ἡμίοπτος: наполовину изжаренный (κρέα Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίοπτος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ ἡψημένος, Ἄλεξ. Πανν. 4, Λουκ. Ἀλεκτρ. 2˙ ἴδε ἡμίθαλπτος.
Greek Monolingual
ἡμίοπτος, -ον (Α)
μισοψημένος, ατελώς ψημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + οπτός «ψημένος»].
Greek Monotonic
ἡμίοπτος: -ον, μισοψημένος, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἡμί-οπτος, ον
half-roasted, Luc.