ἰσόμαχος
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
English (LSJ)
ον, equal in the fight, D.H.3.52; ἀρετή, κίνδυνος, D.S.16.12, 17.83: τισι Ant.Lib.14.2.
German (Pape)
[Seite 1265] in der Schlacht gleich, einander gewachsen, D. Hal. 3, 52; κίνδυνος, gleiche Gefahr, D. Sic. 17, 83.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
égal dans le combat.
Étymologie: ἴσος, μάχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἰσόμᾰχος:
1) равный в бою, одинаково боеспособный (Xen. - v.l. ἰσόμαλος);
2) равный, одинаковый (κίνδυνος Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόμαχος: -ον, ἴσος ἐν τῇ μάχῃ, ἰσοπαλής, Διον. Ἁλ. 3. 52, Διόδ. 17. 83· φάλαγξ ἰσ. Ξεν. Ἀγησ. 2, 9 (κατὰ τὸν Leuncl. ἀντὶ ἰσόμαλος· κ. ἀλλ.· ἰσόπαλος).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἰσόμαχος, -ον)
ίσος στη μάχη, ισόπαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. πολύμαχος, πρωτόμαχος].
Greek Monotonic
ἰσόμᾰχος: -ον (μάχομαι), ισάξιος στη μάχη, ισοπαλής, σε Ξεν.