ἀγκιστρόω

From LSJ
Revision as of 16:05, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγκιστρόω Medium diacritics: ἀγκιστρόω Low diacritics: αγκιστρόω Capitals: ΑΓΚΙΣΤΡΟΩ
Transliteration A: ankistróō Transliteration B: ankistroō Transliteration C: ankistroo Beta Code: a)gkistro/w

English (LSJ)

Pass., to be furnishedwith barbs, Plu. Crass. 25.
to be caught by a hook, ἠγκιστρωμένος πόθῳ Lyc. 67.

Spanish (DGE)

I 1enganchar ῥαφαῖς ὑπὸ τὰς ἐπιπτυχὰς τὴν συμπλοκὴν ἀγκιστρώσαντες (descripción de una armadura de escamas), Hld.9.15.2.
2 fig. traspasar πόθῳ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη Lyc.67.
II proveer de punta arponada ἠγκιστρωμέναι ἀκίδες Plu.Crass.25.

German (Pape)

[Seite 15] zu einer Angel machen, krümmen, ἠγκιστρωμέναι ἀκίδες, Widerhaken, Plut. Crass. 25; aber ἰχθύδιον, mit der Angel gefangen, Synes.; πόθῳ Lyc. 67

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
part. pf. Pass. ἠγκιστρωμένος;
recourber en forme d'hameçon, de crochet.
Étymologie: ἄγκιστρον.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγκιστρόω: -ώσω, (ἄγκιστρον), ἀγκιστρώνω, συλλαμβάνω δι’ ἀγκίστρου ἰχθύν, «ἠγκιστρωμένον ἰχθύδιον», Συνέσ. 1340Β. ― τροπικῶς, κρατῶ, συλλαμβάνω, αἰχμαλωτίζω· «πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη», Λυκόφρ. 67. Δαμασκ. ΙΙΙ. 821D. «ἀγκιστρωμένος, κατεχόμενος· ἀπὸ μεταφορᾶς τῶν ἰχθύων τῶν κατεχομένων ἐν τῷ ἀγκίστρῳ», Ἐτυμ. Μ. 2) κατασκευάζω τι εἰς σχῆμα ἀγκίστρου, ποιῶ τι ἀγκιστρωτόν· «ἠγκιστρωμένας ἀκίδας», Πλούτ. Κράσσ. 25.