φιλόγελως

From LSJ
Revision as of 17:36, 11 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(==Wikipedia EN==)(\n)(.*)(\n[{=])" to "{{wkpen |wketx=$3 }}$4")

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόγελως Medium diacritics: φιλόγελως Low diacritics: φιλόγελως Capitals: ΦΙΛΟΓΕΛΩΣ
Transliteration A: philógelōs Transliteration B: philogelōs Transliteration C: filogelos Beta Code: filo/gelws

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ωτος, A laughter-loving, Παρθένος Νίκη Men.616: acc. pl. φιλογέλωτας Pl.R.388e, cf. Arist.Rh.1389b10; ἐναντίον τὸ ὀδυρτικὸν τῷ φιλογέλωτι ib.1390a24:— also acc. sg. φιλόγελων Jul.Caes.308d (but dat. -γέλωτι Id.Mis.346a): gen. sg. neut. φιλόγελω Philostr.VS1,21.5; nom. pl. φιλόγελω (leg. -γελῳ) Att. for φιλογέλωτες acc. to Moer.p.385 P.: acc. pl. φιλόγελως Thphr.Fr.124. II as substantive, jest-book, title of work by Hierocles.

German (Pape)

[Seite 1278] ωτος, ὁ, das Lachen liebend, gern lachend; φιλογέλωτας Plat. Rep. III, 388 e; Ggstz ὀδυρτικός, Arist. rhet. 2, 13; Sp., wie Alciphr. 3, 43; φιλόγελως ὄντας Ath. VI, 261 c.

French (Bailly abrégé)

ωτος (ὁ, ἡ, τό)
qui aime à rire, rieur ; τὸ φιλόγελως l'amour du rire, la gaieté.
Étymologie: φίλος, γέλως.

Russian (Dvoretsky)

φιλόγελως: ωτος adj. Plat., Plut. = φιλογέλοιος.
ωτος τό смешливость Arst.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόγελως: ὁ, ἡ ὁ φιλῶν τὸν γέλωτα, ὁ φιλῶν νὰ γελᾷ φιλογέλωτας Πλάτ. Πολ. 388Ε, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 2. 12, 16· ἐναντίον τὸ ὀδυρτικὸν τῷ φιλογέλωτι αὐτόθι 2. 13, 15· ― ὡσαύτως κλίνεται καὶ κατὰ τὴν Ἀττικ. κλίσιν, οὐδ. φιλόγελω Φιλόστρ. 518· αἰτ. πληθ. φιλόγελως Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 261D, ἴδε Μοῖριν 385, Θωμ. Μάγιστρ. 897.

Greek Monolingual

-γέλωτος, ὁ, ἡ, και ως επίθ. φιλόγελως, -ων, ΜΑ
1. αυτός που γελά εύκολα, ο επιρρεπής στο γέλιο
2. ως κύριο όν. Φιλόγελως
τίτλος συλλογής αποτελούμενος από 265 ευτράπελα αποφθέγματα, χαρακτηρισμούς, ανέκδοτα και αστεία, η οποία, σύμφωνα με το λεξ. Σούδα, ήταν έργο του μιμολόγου Φιλιστίωνος ή, κατ' άλλους, τών γραμματικών του 5ου μ.Χ. αιώνα Ιεροκλέους και Φιλαγρίου
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόγελων
τάση, διάθεση για γέλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -γελως (< γέλως, -ωτος), πρβλ. μισό-γελως].

Greek Monotonic

φῐλόγελως: ὁ, ἡ, αυτός που αγαπά τα γέλια, σε Πλάτ., Αριστ.

Middle Liddell

laughter-loving, Plat., Arist.

Wikipedia EN

Philogelos (Ancient Greek: Φιλόγελως, "Love of Laughter") is the oldest existing collection of jokes. The collection is written in Greek, and the language used indicates that it may have been written in the fourth century AD, according to William Berg, an American classics professor. It is attributed to Hierocles and Philagrius, about whom little is known. Because the celebration of a thousand years of Rome is mentioned in joke 62, the collection perhaps dates from after that event in 248 AD. Although it is the oldest existing collection of jokes, it is known that it was not the oldest collection, because Athenaeus wrote that Philip II of Macedon paid for a social club in Athens to write down its members' jokes, and at the beginning of the second century BC, Plautus twice has a character mentioning books of jokes. The collection contains 265 jokes categorised into subjects such as teachers and scholars, and eggheads and fools.

English (Woodhouse)

fond of laughter

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search