εμποδίζω

From LSJ
Revision as of 09:45, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189

Greek Monolingual

και μποδίζω και μποδάω (AM ἐμποδίζω, Μ και ἀμποδίζω και μποδίζω)
παρεμβάλλω εμπόδιο, γίνομαι ο ίδιος εμπόδιο, εναντιώνομαι σε κάτι, απαγορεύω, δυσχεραίνω, παρακωλύω («και σοφαὶ γνῶμαι... ἐμποδίζονται θαμά», Σοφ.)
νεοελλ.
(μτχ. παθ. παρακμ.) (ε)μποδισμένος
απαγορευμένος ως προς κάτι («[ε]μποδισμένο χωράφι» — στο οποίο απαγορεύεται η βοσκή)
μσν.
μέσ.
1. ματαιώνομαι («νά μὴν τὸ μάθη ὁ Φλώριος καὶ ἐμποδιστῆ τὸ πρᾶγμα», Φλώρ.)
2. δυσκολεύομαι, βρίσκω εμπόδια («ὅταν εἰς γῆρας γὰρ ἐλθῇ..., ἀμβλυωπεῖ... μποδίζεται βαδίζειν», Φυσιολ.)
αρχ.
1. δένω τα πόδια κάποιου, δεσμεύω («ἐμποδίσαντες τοὺς μάντιας καὶ χεῖρας ὀπίσω δήσαντες», Ηρόδ.)
2. (με δοτ. πράγμ.) γίνομαι εμπόδιο («ἐμποδιοῦσιν ἀλλήλαις», Αριστοτ.)
3. πιέζω με το πόδι, πατικώνω, συμπιέζω, πλαταίνω κάτιὥσπερ ἐμποδίζων ἰσχάδας» — σαν να συμπιέζει με το πόδι ξερά σύκα, για να τά αρμαθιάσει, να τά κάνει αρμαθιές, τσαπέλες
Αριστοφ.).