δυστόχαστος

From LSJ
Revision as of 12:59, 11 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "'Étymologie:''' δυσ-," to "'Étymologie:''' δυσ-,")

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυστόχαστος Medium diacritics: δυστόχαστος Low diacritics: δυστόχαστος Capitals: ΔΥΣΤΟΧΑΣΤΟΣ
Transliteration A: dystóchastos Transliteration B: dystochastos Transliteration C: dystochastos Beta Code: dusto/xastos

English (LSJ)

ον, hard to hit upon, καιρός Plu.Ant.28, cf. Dsc.Ther. Praef.

Spanish (DGE)

v. δυσστόχαστος.

German (Pape)

[Seite 689] schwer zu treffen, καιρός, Plut. Anton. 28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à viser, à atteindre, càd à conjecturer.
Étymologie: δυσ-, στοχάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

δυστόχαστος: v.l. δυσστόχαστος 2 досл. в который трудно попасть, перен. трудно определимый (ὁ καιρός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυστόχαστος: -ον, δυσεπίτευκτος, καιρὸς Πλούτ. Ἀντ. 28.

Greek Monotonic

δυστόχαστος: -ον (δυσ-, στοχάζομαι), δύσκολος στην επίτευξη, σε Πλούτ.

Middle Liddell

δυ-στόχαστος, ον δυσ-, στοχάζομαι
hard to hit, Plut.