κατάρατος
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
[ᾰρ], ον, Ion. κατήρητος Herod.5.44, but κατάρητος Schwyzer702.11 (Erythrae, iv B.C.):—
A accursed, abominable, E.Med. 112 (anap.): freq. in Com., ὡς σεμνὸς ὁ κατάρατος = pretty arrogant, the bastard Ar.Ra.178, cf. Pax33; ὦ κατάρατε Id.Lys.530, etc.: Comp. καταρατότερος D.18.212: Sup. καταρατότατος S.OT1345 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne d'exécration, maudit;
Cp. καταρατότερος, Sp. καταρατότατος.
Étymologie: καταράομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάρατος -ον, adj. verb. van καταράομαι, vervloekt, rampzalig.
Russian (Dvoretsky)
κατάρᾱτος: (τᾱ) достойный проклятия, проклятый Eur., Arph., Arst., Dem.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κατάρατος, -ον) καταρώμαι
ο άξιος κατάρας, ο μισητός.
Greek Monotonic
κατάρᾱτος: -ον (καταράομαι), καταραμένος, απεχθής, βδελυρός, μισητός, σε Ευρ., Αριστοφ.· συγκρ. -ότερος, σε Δημ.· υπερθ. -ότατος, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κατάρᾱτος: -ον, ἄξιος κατάρας, κατηραμένος, βδελυρός, Εὐρ. Μήδ. 112· συχν. παρὰ τοῖς Κωμ., ὡς σεμνός ὁ κατ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 178, πρβλ. Εἰρ. 33· ὧ κατάρατε ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 530. κτλ.· συγκρ. καταρατύτερος Δημ. 298. 29· ὑπερθ. -ότατος Σοφ. Ο. Τ. 1345· κατάρατος ἀνδράσιν Εὐρ. Ἀνδρομ. 839· κατάρατ’ ἀνδρῶν Ἑκάβ. 716.
Middle Liddell
κατάρᾱτος, ον καταράομαι
accursed, abominable, Eur., Ar.; comp. -ότερος Dem.; †sup. -ότατος Soph.