συννέμω

From LSJ
Revision as of 16:39, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συννέμω Medium diacritics: συννέμω Low diacritics: συννέμω Capitals: ΣΥΝΝΕΜΩ
Transliteration A: synnémō Transliteration B: synnemō Transliteration C: synnemo Beta Code: sunne/mw

English (LSJ)

A feed or tend together, of the shepherd:—Pass., feed with, τοῖς θήλεσι, of the males, Arist.HA572b21. 2 generally, make one's partner or associate, εἰσαγαγεῖν τὴν δοκιμασίαν συννείμαντας IG 22.850.20; Ῥώμη προσποιοῦσα ἑαυτῇ καὶ συννέμουσά τινας Plu.Rom. 16:—Pass., to be associated, Id.2.424a; ποιητικὴν μουσικῇ -ομένην ib.744f; ἀχθόμενος ἐπὶ τῷ -νέμεσθαι πολλάκις Ἀκέστορι Satyr.Vit.Eur. Fr.39xv29; cf. συννομέομαι.

French (Bailly abrégé)

partager ou attribuer ensemble.
Étymologie: σύν, νέμω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συννέμω [σύν, νέμω] annexeren.

Russian (Dvoretsky)

συννέμω:
1) вместе пасти (συννέμεσθαί τινι Arst.);
2) уделять, назначать, присоединять (ἑαυτῷ τινας Plut.): ποιητικὴ μουσικῇ συννεμομένη Plut. поэтика, связанная с музыкой.

Greek (Liddell-Scott)

συννέμω: νέμω, βόσκω ὁμοῦ, ἐπὶ ποιμένος. ― Παθητ., βόσκομαι ὁμοῦ μετά τινος, τοῖς θήλεσι, ἐπὶ βοσκημάτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 17. 2) καθόλου, κάμνω τινὰ μέτοχόν τινος ἢ ἑταῖρον, προσποιεῖν ἑαυτῇ καὶ συννέμειν τινὰς Πλουτ. Ρωμ. 16. ― Παθ., ὁ αὐτ. 2. 424Α, 744F. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστοτ. Ἀθην. Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γϳ, σελ. 397.

Greek Monolingual

Α
1. (για βοσκό) βόσκω το κοπάδι μου στον ίδιο χώρο με άλλον
2. μτφ. καθιστώ κάποιον μέτοχο σε κάτι («ἀεὶ προσποιοῦσαν ἑαυτῇ καὶ συννέμουσαν ὧν κρατήσειεν», Πλούτ.)
3. μέσ. συννέμομαι
α) (για ζώο) βόσκω στον ίδιο χώρο με άλλο («τὰ πλεῖστα οὐ συννέμονται ταῖς θηλείαις πρὸ τῆς ὥρας τοῦ ὀχεύειν»
β) μτφ. έχω στενές σχέσεις με κάτι ή με κάποιον («ποιητικὴν δὲ μουσικῇ συννεμομένην», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + νέμω «βόσκω, διαμοιράζω»].

Greek Monotonic

συννέμω: μέλ. -νεμῶ, βόσκω μαζί το κοπάδι, λέγεται για βοσκό· γενικά, κάνω κάποιον κοινωνό, μέτοχο, συνέταιρο, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. -νεμῶ
to tend together, of the shepherd: generally, to make one's associate, Plut.

German (Pape)

(νέμω),
1 mit zuteilen, Plut. Rom. 16.
2 zusammen auf die Weide treiben. und pass. zusammen auf die Weide gehen, Arist. H.A. 6.18 und Sp.