συνοίκισις
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
εως, ἡ, combination into one city-state or union into one city-state, Th.3.3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
colonisation.
Étymologie: συνοικίζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνοίκῐσις -εως, ἡ, Att. ook ξυνοίκῐσις συνοικίζω vereniging tot één stad. Thuc. 3.3.1.
Russian (Dvoretsky)
συνοίκῐσις: εως ἡ заселение, колонизация Thuc.
Greek Monolingual
-ίσεως, ἡ, Α συνοικίζω
συνένωση σε μια πολιτεία («πέμψαντες πρέσβυς οὐκ ἔπειθον τοὺς Μυτιληναίους τήν τε ξυνοίκισιν καὶ τὴν παρασκευὴν διαλύειν», Θουκ.).
Greek Monotonic
συνοίκῐσις: -εως, ἡ, συνένωση υπό τη διοίκηση μιας πρωτεύουσας, σε Θουκ.
Greek (Liddell-Scott)
συνοίκῐσις: ἡ, ἡ ὑπὸ μίαν πόλιν συνένωσις, Θουκ. 3. 3, Ἀρρ. Ἀν. 1. 4· πρβλ. τὸ προηγ. ΙΙ.
Middle Liddell
συνοίκῐσις, εως, [from συνοικίζω
union with the capital, Thuc.
English (Woodhouse)
a union of smaller towns under a capital city, union in a single state
English > Greek (Woodhouse Quotes Reversed)
political centralisation of small towns under a capital city
German (Pape)
ἡ, das Bevölkern durch neue Einwohner, Kolonie, Thuc. 3.3 und Sp.