κριτός
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
English (LSJ)
ή, όν, A separated, picked out, chosen, Il.7.434, Od.8.258. 2 choice, excellent, Pi.P.4.50, S.Tr.27, 245, etc.; δάμαλις SIG1026.6 (Cos, iv/ iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1511] ausgeschieden, ausgewählt, erlesen, von den Besten; ἀμφὶ πυρὴν κριτὸς ἔγρετο λαὸς Ἀχαιῶν Il. 7, 434; αἰσυμνῆται κριτοὶ ἐννέα Od. 8, 258; γένος Pind. P. 4, 50; ταύτας ἐξείλεθ' αὑτῷ κτῆμα καὶ θεοῖς κριτόν Soph. Trach. 245.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 trié, choisi;
2 choisi, supérieur.
Étymologie: adj. verb. de κρίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κριτός -ή -όν [κρίνω] geselecteerd, uitgelezen.
Russian (Dvoretsky)
κρῐτός:
1 выбранный, избранный (αἰσυμνῆται Hom.; κτῆμα Soph.);
2 отборный, лучший (λαὸς Ἀχαιῶν Hom.; γένος Pind.).
English (Autenrieth)
(κρίνω): chosen, Il. 7.434 and Od. 8.258.
English (Slater)
κρῐτός distinguished “νῦν γε μὲν ἀλλοδαπᾶν κριτὸν εὑρήσει γυναικῶν ἐν λέχεσιν γένος” (P. 4.51) τὸν μὲν οὐ κατελέγχει κριτοῦ γενεὰ πατραδελφεοῦ (I. 8.65)
Greek Monolingual
κριτός, -ή, -όν (Α) κρίνω
εκλεκτός, ξεχωριστός, έξοχος («ἀμφὶ πυρήν κριτὸς ἤγρετο λαὸς Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
κρῐτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του κρίνω,
1. επίλεκτος, διαλεχτός, σε Όμηρ.
2. εξαιρετικός, έξοχος, αρίστης ποιότητας, σε Πίνδ., Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κρῐτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ κρίνω, διακεκριμένος, «ξεχωριστός», ἐκλεκτός, Ἰλ. Ζ. 434, Ὀδ. Η. 258. 2) ἐκλεκτός, ἔξοχος, Πινδ. Π. 4. 89, Σοφ. Τρ. 27, 245, κτλ.
Middle Liddell
κρῐτός, ή, όν verb. adj. of κρίνω
1. picked out, chosen, Hom.
2. choice, excellent, Pind., Soph.