μελανία

From LSJ
Revision as of 14:55, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

ἡ δὲ φύσις φεύγει τὸ ἄπειρον· τὸ μὲν γὰρ ἄπειρον ἀτελές, ἡ δὲ φύσις ἀεὶ ζητεῖ τέλοςnature, however, avoids what is infinite, because the infinite lacks completion and finality, whereas this is what Nature always seeks

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνία Medium diacritics: μελανία Low diacritics: μελανία Capitals: ΜΕΛΑΝΙΑ
Transliteration A: melanía Transliteration B: melania Transliteration C: melania Beta Code: melani/a

English (LSJ)

ἡ, (μέλας) A blackness, opp. λευκότης, Arist.Ph.264b8, Metaph.1020b10, Str. 12.8.18, etc.; μ. τῆς μορφῆς, of negroes, Agatharch. 16; μ. οὐλῶν Dsc. 1.34; μ. ἐκ τόκου Crito ap. Gal.12.447: in plural, Hierocl.p.35 A. II black cloud, X.An.1.8.8 in plural, black spots, Plb.1.81.7. 2 black pigment, Thphr.HP5.3.1.

German (Pape)

[Seite 119] ἡ, die Schwärze, Arist. categ. 5, 45 u. Sp. – Ein schwarzer Fleck, eine schwarze Wolke, Xen. An. 1, 8, 8, Pol. 1, 81, 7.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 noirceur;
2 pl. αἱ μελανίαι taches noires.
Étymologie: μέλας.

Russian (Dvoretsky)

μελᾰνία:
1 чернота Arst. etc.;
2 черное облако Xen.;
3 черное пятно Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνία: ἡ, (μέλας) «μαυρίλα», ἀντίθετ. τῷ λευκότης, Ἀριστ. Φυσ. 8. 8, 29, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 14, 3, κ. ἀλλ. ΙΙ. μέλαν νέφος, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 8· ἐν τῷ πληθ., μέλανα στίγματα, Πολύβ. 1. 81. 7.

Greek Monolingual

και μελανία, η (ΑM μελανία)
μαύρο στίγμα από μελάνι, μαύρη κηλίδα
νεοελλ.
1. μελανότητα του δέρματος, ιδίως από πίεση ή χτύπημα, μελάνιασμα
2. (στον τ. μελανία) α) ο μελανιάς
β) ζωολ. γένος προσωβράγχιων γαστεροπόδων τών γλυκών νερών
μσν.-αρχ.
μαυρίλα, μελανότητα, σε αντιδιαστολή προς τη λευκότητα («διὰ τῶν λίθων τὴν ἀπὸ τῶν ἐκπυρώσεων μελανίαν», Στράβ.)
αρχ.
1. μαύρο νέφος
2. μαύρη βαφική ύλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μελανία (< μέλας, -ανος + κατάλ. -ία) με συνίζηση (πρβλ. καρδία - καρδιά, πονηρία - πονηριά)].

Greek Monotonic

μελᾰνία: ἡ (μέλας), σκοτεινιά, μαύρο σύννεφο, σε Ξεν.

Middle Liddell

μελᾰνία, ἡ, μέλας
blackness: a black cloud, Xen.