περιεργία

From LSJ
Revision as of 15:35, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

νὺξ μὲν ἐμὸν κατέχει ζωῆς φάος ὑπνοδοτείρη → sleep-giving night hath quenched my light of life | sleep-giving night covers my light of life | night, the giver of sleep, holds the light of my life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιεργία Medium diacritics: περιεργία Low diacritics: περιεργία Capitals: ΠΕΡΙΕΡΓΙΑ
Transliteration A: periergía Transliteration B: periergia Transliteration C: periergia Beta Code: periergi/a

English (LSJ)

ἡ, A futility, needless questioning, Pl.Sis.387d; curiosity, Plu.2.516a. 2 over-elaboration, Men.Rh.p.342 S.; πεμμάτων περιεργίαι curiosities of cakes, Luc.Nigr.33. 3 useless learning, Hp.Decent.1. II intermeddling with other folk's affairs, officiousness, Thphr.Char.13, Luc.VH1.5, Lib.Or.2.53; ὑπὸ περιεργίας Luc. D Deor.7.4. III jugglery, Simp. in Cael.536.1.

German (Pape)

[Seite 575] ἡ, Sorgfalt, Fleiß, bes. übertriebene Sorgfalt, Kleinlichkeit, Aengstlichkeit od. Weitschweifigkeit im Thun und Sprechen, auch Beschäftigung mit Dingen, die Einen Nichts angehen, Neugier; Plat. Sis. 387 d; ἄκαιρος, Luc. Asin. 15; V. A. 1, 5; περιεργίαν καὶ καλλωπισμὸν καὶ τρυφὴν ἐμφαίνει, Plut. Symp. 6, 7, u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
soin excessif ou superflu, d'où
1 esprit de minutie;
2 curiosité excessive ou indiscrète, ingérence indiscrète dans les affaires d'autrui.
Étymologie: περίεργος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιεργία -ας, ἡ, Ion. περιεργίη [περίεργος] bemoeizucht:; αὐλικὴ περιεργία uitsloverij van hovelingen Plut. Demetr. 12.8; nieuwsgierigheid:. ὑπὸ περιεργίας uit nieuwsgierigheid Luc. 79.11.4. overdreven handeling, overbodige activiteit:; αἱ γὰρ πολλαὶ πρὸς περιεργίην φαίνονται γεγενημέναι de meeste (geleerdheid) blijkt volstrekt overbodig Hp. Dec. 1; overdrijving:. π. ἐν τοῖς λόγοις overdrijving in taalgebruik Isocr. 10.2; πεμμάτων π. overdreven bewerkte cakejes Luc. 8.33.

Russian (Dvoretsky)

περιεργία:
1 ненужный труд, излишние хлопоты, суетливость: τοῦτο ἔσται δίχα πάσης περιεργίας Plut. это произойдет без всяких хлопот;
2 любопытство: ὑπὸ περιεργίας Luc. из (праздного) любопытства.

Greek Monolingual

η, ΜΑ
βλ. περιέργεια.

Greek (Liddell-Scott)

περιεργία: ἡ, ὑπερβολικὴ ἀκρίβεια εἰς τὸ ποιεῖν τι, γράφειν τι, κτλ., Λατ. curiositas, Ἱππ. 22. 22, Πλάτ. Σίσυφ. 387D, Πλούτ. 2. 516Α· ὑπὸ περιεργίας Λουκ. Θεῶν Διάλ. 7. 4· πεμμάτων περιεργίαι, ὑπὲρ τὸ δέον ἐπιμελὴς καὶ ἰδιότροπος κατασκευὴ πλακούντων, Θεοφρ. Χαρ. 13, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 5. ΙΙΙ. περίεργα τεχνάσματα, θαυματοποιία, Ἐπιφάν. 24. 2, κ. ἀλλ. - Περὶ τοῦ πλημμελῶς ἔχοντος τύπου περιέργεια καὶ ἄλλων ὁμοίων ἴδε Κόντου γλωσσ. Παρατηρ. σ. 398 κἑξ., Γ. Χατζιδάκι ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΔ΄, σ. 239.

Middle Liddell

περιεργία, ἡ,
I. over-exactness in doing anything, Luc.
II. intermeddling, officiousness, Theophr., Luc. [from περίεργος