συνεφέπομαι

From LSJ
Revision as of 16:35, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεφέπομαι Medium diacritics: συνεφέπομαι Low diacritics: συνεφέπομαι Capitals: ΣΥΝΕΦΕΠΟΜΑΙ
Transliteration A: synephépomai Transliteration B: synephepomai Transliteration C: synefepomai Beta Code: sunefe/pomai

English (LSJ)

aor. -εφεσπόμην, Ion. -επεσπόμην, poet. imper. συνεπίσπεο Lyr.Alex.Adesp.20.2:—follow together, Hdt.9.102, X.Cyr. 6.4.10, Pl.Lg.701a, etc.; τινι with one, X.An.4.8.18, etc.: metaph., σ. τῷ λόγῳ Pl.Sph.254c.

French (Bailly abrégé)

suivre ensemble, accompagner, τινι.
Étymologie: σύν, ἐφέπομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεφέπομαι [σύν, ἐφέπω] meegaan (met), volgen; met dat.

Russian (Dvoretsky)

συνεφέπομαι: (aor. συνεφεσπόμην - ион. συνεπεσπόμην)
1 одновременно следовать, отправляться следом Her., Xen., Plat.: συνεφέπειτο αὐτοῖς καὶ τὸ ὁπλιτικόν Xen. за ними последовали и гоплиты;
2 следить: σ. τῷ λόγῳ Plat. следить за ходом беседы.

Greek (Liddell-Scott)

συνεφέπομαι: ἀόριστ. -εφεσπόμην, Ἰων. -επεσπόμην· ἀποθετ., ― ὡς τὸ συνεπακολουθέω, ἐπακολουθῶ ὁμοῦ, Ἡρόδ. 5. 47, 9. 102, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 10, Πλάτ. Νόμ. 701Α, κτλ.· τινι, μετά τινος, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 8, 18, κτλ.· μεταφορ., σ. τῷ λόγῳ Πλάτ. Σοφιστ. 254C. Πρβλ. συνέπομαι.

Greek Monolingual

και ιων. τ. παρατ. συνεπεσπόμην Α
1. ακολουθώ κάποιον ή κάτι και εγώ («ἡ δὲ λαθοῦσα αὐτὸν συνεφείπετο», Ξεν.)
2. μτφ. (σχετικά με δοξασία) συμμορφώνομαι («ξυνεπισπώμεθα τῷ λόγῳ», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐφέπομαι «ακολουθώ, παρακολουθώ, προσέχω»].

Greek Monotonic

συνεφέπομαι: αόρ. βʹ -εφεσπόμην, Ιων. -επεσπόμην, αποθ., ακολουθώ από κοινού, σε Ηρόδ.· τινι, με κάποιον, σε Ξεν.

Middle Liddell

aor2 -εφεσπόμην ionic -επεσπόμην
Dep.:— to follow together, Hdt.; τινι with one, Xen.

German (Pape)

(ἕπομαι), = συνεπακολουθέω, mit od. zugleich folgen, begleiten; Her. 5.47, 9.102; ξυνεφέσπετο δὲ ἐλευθερία, Plat. Legg. III.701a; auch ξυνεπισπώμεθα τῷ λόγῳ, Soph. 254c; τούτῳ τῷ μύθῳ ὁ ξυνεπισπόμενος εὖ εἴσεται, Ep. VII.344d; Xen. Cyr. 6.4.10 und öfter, und Folgde.