ἀπονία
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
English (LSJ)
ἡ, (ἄπονος) A non-exertion, laziness, X.Cyr.2.2.25, Arist.Rh. 1370a14(pl.); exemption from toil, of women, Id.GA775a37, cf. Plu. Rom.6. II freedom from pain, Epicur.Fr.2, Chrysipp.Stoic.3.33, Dsc.Eup.1.67, Aret.SA2.1, etc.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Flat.1, Hum.2, Aret.SA 2.1.3, 2.18
1 pereza X.Cyr.2.2.25, Arist.Rh.1370a14, D.Chr.43.12.
2 inacción, ausencia de esfuerzo Arist.GA 775a37, Plu.Rom.6
•ausencia de sufrimiento Epicur.Fr.[7] 2, Chrysipp.Stoic.3.33, Hp.ll.cc., Dsc.Eup.1.67, Aret.SA ll.cc.
3 sufrimiento κακὸν μὲν ἀναισθησία σώματι φάρμακον ἀπονίας (var. ἀπονοίας) Plu.2.465c.
German (Pape)
[Seite 316] ἡ, 1) Schmerzlosigkeit, Medic.; auch Plut. oft. – 2) Mangel an Anstrengung, Arbeitsscheu, καὶ βλακεία Xen. Cyr. 2, 2, 25; Arist. rhet. 1, 11; Arbeitslosigkeit, Plut. Rom. 6.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 action de ne pas supporter la fatigue, manque d'énergie, mollesse;
2 absence de souffrance, de douleur.
Étymologie: ἄπονος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπονία: ἡ
1 бездействие, праздность Xen., Arst., Plut.;
2 отсутствие страданий Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονία: ἡ, (ἄπονος) ἡ ἀποφυγὴ πόνων, ῥαθυμία, ὀκνηρία, Ξεν. Κυρ. 2. 2, 25, Ἀριστ. Ρητ. 1. 11, 4: ― ὁ ἑδραῖος βίος, δηλ. ἡ καθιστικὴ ζωὴ, ἐπὶ γυναικῶν, ὁ αὐτ. περί Ζ. Γεν. 4. 6, 15, πρβλ. Πλούτ. Ρωμ. 6. ΙΙ. ἀναλγησία, Χρύσιππ. παρά Πλουτ. 2. 1047Ε, Ἀρεταῖος π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 1, κτλ.
Greek Monolingual
η (Α ἀπονία) άπονος
έλλειψη συμπόνιας, ασπλαχνιά
αρχ.
1. αποφυγή κόπων, οκνηρία
2. εξαίρεση, απαλλαγή από τους κόπους
3. καθιστική ζωή των γυναικών
4. (φιλοσ.) απαλλαγή από τους πόνους, αναλγησία.
Greek Monotonic
ἀπονία: ἡ (ἄπονος), αποφυγή μόχθου, οκνηρία, ραθυμία, τεμπελιά, σε Ξεν.· απαλλαγή από τους κόπους, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἄπονος
non-exertion, laziness, Xen.: exemption from toil, Plut.