ἐξυγραίνω

From LSJ
Revision as of 18:12, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξυγραίνω Medium diacritics: ἐξυγραίνω Low diacritics: εξυγραίνω Capitals: ΕΞΥΓΡΑΙΝΩ
Transliteration A: exygraínō Transliteration B: exygrainō Transliteration C: eksygraino Beta Code: e)cugrai/nw

English (LSJ)

A saturate, Arist.Pr.877a33, al.:—Pass., to be full of moisture, τοῦ ἀέρος ἐξυγραινομένου ib.944a21, etc.
2 make watery, of the blood, Id.HA521a12 (Pass.), cf. Plu.2.97b (Pass.): metaph., ταῖς ἡδοναῖς ἐξυγραίνειν καὶ ἀνατήκειν τὰ σώματα παραδιδόντες = surrender their bodies to pleasures to be made languid and relaxed, ib.136b:—Pass., ἐξυγραίνομαι = to be watery, of plants, Thphr.CP 6.6.4.
II Pass., to be deprived of moisture, Id.Lap.10.
III Pass., of liquid purgations, τὰ τῆς κοιλίης ἐξυγρασμένα ἦν ἰσχυρῶς Hp. Prog.2; so ἐξυγραίνεσθαι τὴν κοιλίαν Plu.Arat.29, cf. 2.914e.

German (Pape)

[Seite 889] ganz naß machen, ganz anfeuchten. Theophr.; τὰ σώματα ταῖς ἡδοναῖς ἐξ. καὶ ἀνατήκειν, weichlich machen, Plut. de san. tu. p. 406. – Pass. ganz feucht werden, Arist. H. A. 3, 19; von Säften, schwellen, Sp.; ἐξυγρασμένος bei Theophr. auch = der Feuchtigkeit beraubt, trocken.

French (Bailly abrégé)

dissoudre, amollir.
Étymologie: ἐξ, ὑγραίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξυγραίνω:
1 обильно смачивать, хорошо увлажнять (τὴν γλῶτταν Arst.);
2 pass. смачиваться, мокнуть Plut.: ἀὴρ ἐξυγραινόμενος Arst. влажный воздух;
3 pass. разжижаться, становиться водянистым (αἷμα ἐξυγρανθέν Arst.);
4 досл. размягчать, перен. изнеживать (τὰ σώματα ταῖς ἡδοναῖς Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξυγραίνω: καθιστῶ τι ὑγρόν, διὰ τὸ ψῦχος, εἴσω συρρυὲν τὸ ὑγρὸν ἐξυγραίνει τὴν γλῶτταν Ἀριστ. Προβλ. 8. 14. κ. ἀλλ.: - Παθ., καθίσταμαι κάθυγρος, γίνομαι ἐντελῶς ὑγρός, Ἱππ. Προγν. 37, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 8, κ. ἀλλ. 2) καθιστῶ τι μαλθακόν, μάλιστα ταῖς ἡδοναῖς ἐξυγραίνειν καὶ ἀνατήκειν τὸ σῶμα παραδιδόντες Πλούτ. 2. 136Β˙ - ἐν τῷ Παθ., τὴν ἀσχημάτιστον... καὶ ἀχρώματον οὐσίαν καὶ ὕλην... νῦν μὲν φλέγεσθαι, νῦν δὲ ἐξυγραίνεσθαι, καθίστασθαι ὑγράν, αὐτόθι 2. 97Β˙ ἐπὶ καρπῶν, καθίσταμαι ἔγχυλος, ἐρυθραινόμενον δὲ (τὸ συκάμινον) ἐξυγραίνεται Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 6, 4. ΙΙ. ἐν τῷ Παθ., προσέτι, στεροῦμαι πάσης ὑγρασίας, οἵτινες ἐξυγρασμένοι τυγχάνουσιν ὁ αὐτὸς π. Λίθ. 10.

Greek Monolingual

ἐξυγραίνω (Α)
1. βρέχω, μουσκεύω
2. (για καρπό) γίνομαι ζουμερός
3. κάνω κάτι μαλθακό, εκφυλίζω («ταῖς ἡδοναῑς ἐξυγραίνειν καὶ ἀνατήκειν τὰ σώματα», Πλούτ.)
4. παθ. ξεραίνομαι.