ἐπουριάζω

From LSJ
Revision as of 18:25, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχηFortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück

Menander, Monostichoi, 428
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπουριάζω Medium diacritics: ἐπουριάζω Low diacritics: επουριάζω Capitals: ΕΠΟΥΡΙΑΖΩ
Transliteration A: epouriázō Transliteration B: epouriazō Transliteration C: epouriazo Beta Code: e)pouria/zw

English (LSJ)

(οὖρος) of a fair wind, A waft onwards, τὰ ἀκάτια Luc. Hist.Conscr.45; swell, τὴν ὀθόνην Id.Dom.12. II metaph., τὰ ὦτα ἐπουριάσας ἕνεκα πολυπράγμονος περιεργίας spreading out his ears to catch gossip, v.l. in Ph.2.4.

German (Pape)

[Seite 1010] = Folgdm, Luc. dom. 12; αὔρη ἐπουριάζουσα τὴν ὀθόνην, günstig das Segel schwellend, wie ἄνεμος ἐπουριάζων τὰ ἀκάτια, die Schiffe forttreiben, hist. conscr. 45.

French (Bailly abrégé)

enfler d'un vent favorable, acc..
Étymologie: ἐπί, οὐρία.

Russian (Dvoretsky)

ἐπουριάζω: (о попутном ветре)
1 гнать, мчать вперед (τὰ ἀκάτια Luc.);
2 надувать (τὴν ὀθόνην Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπουριάζω: ἐπὶ οὐρίου ἀνέμου, κινῶ πρὸς τὰ ἐμπρός, δεήσει γὰρ τότε ποιητικοῦ τινος ἀνέμου ἐπουριάσοντος τὰ ἀκάτια Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 45· κολπόω, φουσκώνω, τὴν ὀθόνην ὁ αὐτ. π. Οἴκ. 12.

Greek Monolingual

ἐπουριάζω (Α)
1. (για ούριο άνεμο) ωθώ προς τα εμπρός («ποιητικοῦ τινος ἀνέμου ἐπουριάσαντος τὰ ἀκάτια», Λουκιαν.)
2. (για πανιά) φουσκώνω («εἰ βλέποι τὴν μὲν αὔραν κούφως ἐπουριάζουσαν τὴν ὀθόνην», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ουριάζω, αμάρτυρος τ. (< ούριος < ούρος «ευνοϊκός άνεμος»)].

Greek Monotonic

ἐπουριάζω: = το επόμ., κινώ προς τα εμπρός, σε Λουκ.

Middle Liddell

= ἐπουρίζω
to waft onwards, Luc.