ἐπιτιμητικός

From LSJ
Revision as of 18:25, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτιμητικός Medium diacritics: ἐπιτιμητικός Low diacritics: επιτιμητικός Capitals: ΕΠΙΤΙΜΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epitimētikós Transliteration B: epitimētikos Transliteration C: epitimitikos Beta Code: e)pitimhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, censorious, critical, Luc. JTr.23; λόγος ἐ. Pl.Def.416 fin.; σχῆμα D.H.Th.44; ἐμειδίασεν-ητικόν Aristaenet.1.4; προσβλέψας ἡμῖν -κόν τι Gal.8.655.

German (Pape)

[Seite 994] ή, όν, zum Strafen, Tadeln gehörig, tadelnd, λόγος Plat. defin. 416; vom Momos, zum Tadel geneigt, Luc. Iov. trag. 23; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
enclin à blâmer.
Étymologie: ἐπιτιμάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτῑμητικός:
1 порицательный, порицающий (λόγος Plat.);
2 склонный порицать, придирчивый (sc. Μῶμος Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτῑμητικός: ή όν, ὁ ἐπιτιμῶν ἢ ἀγαπῶν νὰ ἐπιτιμᾷ, Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 23· λόγος ἐπ. Ὄροι Πλάτ. 416 ἐν τέλει. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰω. Χρυσ. τ. 2. σ. 328, 26, κλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπιτιμητικός, -ή -όν) επιτιμητής
ο κατάλληλος για επιτίμηση, αυτός που γίνεται για επίπληξη («(τέλος) νουθέτησις λόγος ἐπιτιμητικὸς ἀπὸ γνώμης», Πλάτ.)
αρχ.
αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, ο φιλοκατήγορος.
επίρρ...
επιτιμητικώς και -ά
με επιτιμητικό τρόπο, επικριτικά, αποδοκιμαστικά.