ἐργαστήριον

From LSJ
Revision as of 18:30, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")

Γλώσσης μάλιστα πανταχοῦ πειρῶ κρατεῖν → Linguae modum tenere praecipuum puta → Zumeist die Zunge such' zu zügeln überall | Zumeist bezäme deine Zunge überall

Menander, Monostichoi, 80
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐργᾰστήριον Medium diacritics: ἐργαστήριον Low diacritics: εργαστήριον Capitals: ΕΡΓΑΣΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: ergastḗrion Transliteration B: ergastērion Transliteration C: ergastirion Beta Code: e)rgasth/rion

English (LSJ)

τό,
A any place in which work is done: workshop, factory, Hdt.4.14, Lys.12.8, IG22.1013.9; attached to a mine, ib.1582.58, al., D.37.4, Is.3.22; butcher's shop, Ar.Eq.744; perfumer's shop, Hyp.Ath.6; barber's shop, Plu.2.973b; μισθώσασθαι ἐργαστήριον πρὸς ἄνοιξιν καπηλείου POxy.2109.31 (iii A.D.); euphemism for a brothel, D.59.67, Alciphr.Fr.5.1.
2 metaph., τὴν πόλιν ὄντως εἶναι πολέμου ἐργαστήριον X.HG3.4.17; λόγων ἐργαστήριον Lib.Or.55.34.
b of persons, gang, συκοφαντῶν ἐργαστήριον D.39.2,40.9; πειρατικὸν ἐργαστήριον Hld.5.20.
c as adjective, φάρμακον ἐργαστήριον τινός Sch.S.Tr.846.

German (Pape)

[Seite 1019] τό, jeder Ort, in dem etwas Bestimmtes gethan wird, Werkstatt, Fabrik, Is. 3, 22; μαχαιροποιῶν Plut. de gen. Socr. 33; Hüttenwerk, Dem. 37, 4; Laden, Ar. Equ. 744; καὶ καπηλεῖα Luc. Nigr. 25; Barbierstube, Plut.; Bordell, ἐπ' ἐργαστηρίου καθῆσθαι Dem. 49, 67; Alciphr. 3, 27. Übertr., πάντες τὰ ὅπλα κατεσκεύαζον, ὥςτε τὴν πόλιν ὄντως πολέμου ἐργ. εἶναι, eine Werkstätte des Krieges, Xen. Hell. 3, 4, 17; – σ υκοφαντῶν κατασκευάσας Dem. 39, 2, eine Rotte von Sykophanten, vgl. 40, 9; πειρατικόν, Seeräuberbande, Heliod. 5, 20. Eigtl. neutr. von

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
endroit où l'on travaille :
1 fabrique, atelier;
2 boutique, échoppe.
Étymologie: ἐργάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐργαστήριον: τό
1 мастерская (τοῦ κναφέος Her.): ὥστε τὴν πόλιν οἴεσθαι πολέμου ἐ. εἶναι Xen. так что город (Эфес) мог показаться военной мастерской;
2 каменоломня или копь Dem.;
3 лавка Arph., Luc.;
4 цирюльня Plut.;
5 притон Dem.;
6 сборище, шайка (συκοφαντῶν Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐργαστήριον: τὸ, τόπος ἐν ᾧ γίνεται ἐργασία, ἐργαστήριονἐργοστάσιον ἔνθα τὴν ἐργασίαν ἐτέλουν δοῦλοι, Ἡρόδ. 4. 14, Λυσ. 120. 44, Ἰσαῖος 40. 11 κἑξ.. Συλλ. Ἐπιγρ. 123. 9 κ. ἀλλ.· μεταλλεῖον, λατομεῖον, αὐτόθι 162. 6, Δημ. 967. 17 κἑξ.· κρεοπωλεῖον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 744· κουρεῖον, Πλούτ. 2. 973Β, πρβλ. Perizon, ἐν Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 6. 12· κατ’ εὐφημισμόν, χαμαιτυπεῖον, Δημ. 1367. 26 (ἴδε ἐργάζομαι ΙΙ. 6). 2) μεταφ., τὴν πόλιν ὄντως εἶναι πολέμου ἐργ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 17· συκοφαντῶν ἐργ., ὁμὰς συκοφαντῶν, Δημ. 995. 8, πρβλ. 1010. 25.

Greek Monotonic

ἐργαστήριον: τό, οποιοδήποτε μέρος στο οποίο εκτελείται εργασία, εργαστήριο, κατασκευαστήριο, σε Ηρόδ., Αττ.· μεταλλείο, λατομείο, ορυχείο, σε Δημ.· χασάπικο, κρεοπωλείο, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

ἐργαστήριον, ου, τό,
any place in which work is done: a workshop, manufactory, Hdt., attic: a mine, quarry, Dem.:— a butcher's shop, Ar.

English (Woodhouse)

workshop, stone quarry, workroom

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)