ἀπονοστέω

From LSJ
Revision as of 18:30, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπονοστέω Medium diacritics: ἀπονοστέω Low diacritics: απονοστέω Capitals: ΑΠΟΝΟΣΤΕΩ
Transliteration A: aponostéō Transliteration B: aponosteō Transliteration C: aponosteo Beta Code: a)ponoste/w

English (LSJ)

return, come home, Hom. in phrase ἂψ ἀπονοστήσειν Il.1.60, al.; ἀ. ἀπὸ τάφου Hes.Op.735; ἀ. ὀπίσω Hdt.4.33; ἀ. σῶς Id.3.124, 4.76; ἀπήμων Id.1.42, al.; ἐς Σπάρτην Id.1.82; rare in Trag. and Prose, ἀπονοστήσας χθονός when he returns from .., E.IT731; ἀ. ἐπ' οἴκου Th.7.87; ἐκ πυρός Iamb.Protr.21.ί: abs., X.An.3.5.16.

Spanish (DGE)

volver ἄψ Il.1.60, ἀπὸ τάφου Hes.Op.735, ὀπίσω Hdt.4.33, ἀπονοστήσας χθονός cuando vuelva del país E.IT 731, ἐκ πυρός Iambl.Protr.21.ιʹ, ἐπ' οἴκου Th.7.87, ἐς Σπάρτην Hdt.1.82, cf. Pi.N.6.50, D.C.71.2.4
c. adj. pred. ἢν σῶς ἀπονοστήσῃ Hdt.3.124, 4.76, ἀπήμων Hdt.1.42
abs., X.An.3.5.16
ἀπονοστήσω· ἀπονοσφίσωμαι Hsch.

German (Pape)

[Seite 317] heimkehren, Hom. sechsmal, immer ἂψ ἀπονοστήσειν Versanfang: Iliad. 1, 60. 8, 499. 12, 115. 17, 406 Od. 13, 6. 24, 471; das compos. Homerisch anstatt des simpl. νοστέω; – εἴς τι Pind. N. 6, 52; Her. 4, 33 u. öfter; Thuc. 7, 87; Xen. An. 3, 5, 16; Arr. 7, 4, 3.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 revenir, rentrer dans ses foyers;
2 revenir de.
Étymologie: ἀπό, νοστέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπονοστέω: возвращаться к себе, приходить домой (ἄψ Hom.; ἀπό τινος Hes.; εἰς τόπον Pind., Her.; ἐπ᾽ οἴκον Thuc.; χθονός Eur.; οἴκαδε Plut.; ἀπονοστῆσαι διὰ τὴν δυσχωρίαν Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπονοστέω: ἐπανέρχομαι, ὑποστρέφω εἰς τὴν πατρίδα μου, Ὅμ. ἐν τῇ φράσει ἂψ ἀπονοστήσας Ἰλ. Α. 60, κτλ.· ἀπ. ἀπό τινος Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 733· παρ’ Ἡρόδ., ἀπ. ὀπίσω 4. 33· ἀπ. σῶς 3. 124., 4. 76· ἀπήμων 1. 42, κ. ἀλλ. ἐς τόπον 1. 82· σπάν. Παρ’ Ἀττ., ἀπονοστήσας χθόνος, ὅτε ὑπέστρεψεν ἐκ.., Εὐρ. Ι. Τ. 731· ἀπ. ἐπ' οἴκου Θουκ. 7. 87· ἀπολ., Ξεν. Ἀν. 3. 5, 16.

English (Autenrieth)

only fut. inf. ἀπονοστήσειν: return home, return, always with ἄψ, Α, Od. 24.471.

English (Slater)

ἀπονοστέω (-νοστάω Forssman, p. 45f.) return καὶ ἐς Αἰθίοπας Μέμνονος οὐκ ἀπονοστήσαντος ἔπαλτο (Ahrens: ἀπονοστάσαντος codd.) (N. 6.50)

Greek Monotonic

ἀπονοστέω: μέλ. -ήσω, επιστρέφω, γυρίζω στην πατρίδα μου, ἂψ ἀπονοστήσειν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀπονοστέω ὀπίσω, σε Ηρόδ.

Middle Liddell


to return, come home, ἂψ ἀπονοστήσας, Il.; ἀπ. ὀπίσω Hdt.