ἐπισταθμία

From LSJ
Revision as of 18:31, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿ'Œœ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2, $3;")

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισταθμία Medium diacritics: ἐπισταθμία Low diacritics: επισταθμία Capitals: ΕΠΙΣΤΑΘΜΙΑ
Transliteration A: epistathmía Transliteration B: epistathmia Transliteration C: epistathmia Beta Code: e)pistaqmi/a

English (LSJ)

v. ἐπισταθμεία.

German (Pape)

[Seite 982] ἡ, das Einkehren in ein Quartier, ποιεῖσθαι παρά τινι, sich einquartieren, D. Sic. 17, 47; die Einquartierung od. Verpflichtung, Einquartierung zu nehmen, Plut. Sert. 6 u. a. Sp.; v.l. ist oft ἐπισταθμεία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 logement militaire, quartier;
2 obligation de loger (des militaires, certains personnages, etc.).
Étymologie: ἐπίσταθμος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισταθμία:
1 расквартирование, постой (ἐπισταθμίαν ποιεῖσθαι παρά τινι Diod.);
2 постойная повинность (τῶν ἐπισταθμιῶν ἀπαλλάξαι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισταθμία: ἡ, κατάλυμα, ἐπ. ποιεῖσθαι παρά τινι, καταλύειν παρά τινι, Διόδ. 17. 47 (διάφ. γραφ. -είαν), πρβλ. Ἐκλογ. 603. 92 καὶ 96. ΙΙ. ὑποχρέωσις τοῦ παρέχειν κατάλυμα εἴς τινα, κυρίως εἰς στρατιώτην, μάλιστα δὲ τῶν ἐπισταθμιῶν ἀπαλλάξας ἠγαπήθη, «τῆς ἀνάγκης τοῦ οἴκησιν καὶ τροφὴν παρέχειν τοῖς στρατιώταις· τοῦτο γὰρ ἐσήμαινον αἱ ἐπισταθμίαι, ὃ παρὰ τοῖς Τούρκοις τὰ καλούμενα κονάκια» Κοραῆς (τ. 4. σ. 330), Πλουτ. Σερτώρ. 6, Κικ. Ἀττ. 13. 52, 2.

Greek Monolingual

η (AM ἐπισταθμία
Α και ἐπισταθμεία) επίσταθμος
κατάλυμα
νεοελλ.
η παραμονή στρατιωτικού σώματος σε στεγασμένους χώρους κατά τη διάρκεια πορείας
αρχ.
υποχρέωση παροχής καταλύματος σε στρατιώτη.

Greek Monotonic

ἐπισταθμία: ἡ, υποχρέωση παροχής καταλύματος σε κάποιον, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐπισταθμία, ἡ,
a liability to have persons quartered on one, Plut.