λιθοεργός

From LSJ
Revision as of 18:50, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐθοεργός Medium diacritics: λιθοεργός Low diacritics: λιθοεργός Capitals: ΛΙΘΟΕΡΓΟΣ
Transliteration A: lithoergós Transliteration B: lithoergos Transliteration C: lithoergos Beta Code: liqoergo/s

English (LSJ)

όν, A turning to stone, Γοργώ AP6.126 (Diosc.). II Subst., stonemason, Man.1.77.

German (Pape)

[Seite 45] dasselbe, Γοργώ, Diosc. 14 (VI, 126); der Steinarbeiter, Man. 1, 77.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui travaille la pierre;
2 qui pétrifie.
Étymologie: λίθος, ἔργον.

Russian (Dvoretsky)

λῐθοεργός: превращающий в камень (Γοργώ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοεργός: -όν, μεταβάλλων εἰς λίθον, Γοργὼ Ἀνθ. Π. 6. 126. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐργαζόμενος τοὺς λίθους, πελεκητής, λιθοξόος, Μανέθων 1. 77.

Greek Monolingual

λιθοεργός, -όν (Α)
1. αυτός που μεταβάλλει κάτι σε λίθο
2. το αρσ. ως ουσ. ό λιθοεργός
ο λιθοξόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)-. + -εργός (< ἔργον), πρβλ. αγαθο-εργός].

Greek Monotonic

λῐθοεργός: -όν (ἔργω), αυτός που μεταβάλλεται σε πέτρα, σε Ανθ.

Middle Liddell

λῐθο-εργός, όν [*ἔργω
turning to stone, Anth.