ἀνάκλησις

From LSJ
Revision as of 19:04, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάκλησις Medium diacritics: ἀνάκλησις Low diacritics: ανάκλησις Capitals: ΑΝΑΚΛΗΣΙΣ
Transliteration A: anáklēsis Transliteration B: anaklēsis Transliteration C: anaklisis Beta Code: a)na/klhsis

English (LSJ)

εως, ἡ, (ἀνακαλέω)
A calling on, invocation, θεῶν Th.7.71; salutation, address, Plu.2.35a.
2 calling aloud, οἱ βάτραχοι . . ἀνακλήσεσι χρῶνται ib.982e; ζητεῖν τινα μετ' ἀνακλήσεως Nymphis 9.
II recalling, ἀ. θέρμης ποιέεσθαι Aret.CD 2.7, cf. SD 2.12: metaph., ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν ἐπὶ τὰ νοητά Porph.Marc.10.
2 restoration, revival, Aret.SA1.6, cf. SD1.7.
3 retreat, ἀ. σάλπιγγι σημαίνειν Plu.Fab.12, cf. Alex.33, Onos.10.2.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
I 1invocación θεῶν Th.7.71
salutación Plu.2.35a.
2 llamada a gritos, grito ζητεῖν ... αὐτὸν μετὰ ... ἀνακλήσεως Nymphis 5, οἱ ... βάτραχοι ... ἀνακλήσεσι χρῶνται Plu.2.982e.
II retirada ἀνάκλησιν ... θέρμης ποιέεται Aret.CD 2.7.3, cf. SD 2.12.10, fig. ἀπὸ τῶν αἰσθητῶν ἐπὶ τὰ νοητά Porph.Marc.10
milit. retirada τῇ σάλπιγγι σημήνας ἀνάκλησιν Plu.Fab.12, cf. Alex.33, Onas.10.2.
III reanimación, recuperación Aret.SD 1.6.2.

German (Pape)

[Seite 192] ἡ, das Anrufen, θεῶν Thuc. 7, 71; Plut. Rom. 29; das Zurückrufen, zum Rückzug, Plut. Fab. Max. 12.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 invocation;
2 salut;
3 rappel, signal de retraite d'une troupe.
Étymologie: ἀνακαλέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάκλησις: εως ἡ
1 взывание, зов, призыв (θεῶν Thuc., Plut.; ἀ. ἀλλήλων Plut.): τῇ σαλπίγγι σημῇνας ἀνάκλησιν Plut. дав трубный сигнал к отступлению;
2 обращение (δεξιώσεις καὶ ἀνακλήσεις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάκλησις: -εως, ἡ, (ἀνακαλέω) ἐπίκλησις, θεῶν Θουκ. 7. 71· χαιρετισμός, προσαγόρευσις, Πλούτ. 2. 35Α. 2) συνεχὲς ἐπίφθεγμα, οἱ βάτραχοι περὶ τὰς ὀχείας ἀνακλήσεσι χρῶνται αὐτόθι 982D. ΙΙ. ἐπανάκλησις, ἀνάκλησιν θέρμης ποιέεται Ἀρετ. Θερ. Χρον. Παθ. 2. 7, πρβλ. Αἴτ. 2. 12. 2) ἀποκατάστασις, ἀνάληψις, ἀνάρρωσις, ὁ αὐτὸς π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6, πρβλ. π. Χρον. Παθ. 1. 7. 3) ἀνάκλησις, ἀνάκλ. σάλπιγγι σημαίνειν, = τὸ ἀνακλητικὸν σημαίνειν Πλουτ. Φάβ. 12, πρβλ. Ἀλέξ. 33.

Greek Monotonic

ἀνάκλησις: -εως, ἡ (ἀνακαλέω),
I. κάλεσμα, πρόσκληση, επίκληση, θεῶν, σε Θουκ.
II. επανάκληση· υποχώρηση, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἀνακαλέω
I. a calling on, invocation, θεῶν Thuc.
II. a recalling: retreat, Plut.

Léxico de magia

invocación πρὸ τῆς ἀνακλήσεως αὐτῷ ἐπίθυε δάφνην antes de la invocación ofrece en su honor laurel P III 308