ἱμάσσω

From LSJ
Revision as of 12:30, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")

παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτοspare me this | let this cup pass from me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμάσσω Medium diacritics: ἱμάσσω Low diacritics: ιμάσσω Capitals: ΙΜΑΣΣΩ
Transliteration A: himássō Transliteration B: himassō Transliteration C: imasso Beta Code: i(ma/ssw

English (LSJ)

[ῐ], fut. ἱμάσω [ᾰ]: aor. ἵμᾰσα: (ἱμάς):—flog horses, τοὺς ἵμασ' Ἀντίλοχος Il.5.589, cf. 11.531; of men, εἰ . . σε πληγῇσιν ἱμάσσω 15.17, cf. Hes.Th.857; ἵμασε χθόνα χειρί smote it, h.Ap.340; ὅτε . . γαῖαν ἱμάσσῃ when he smites it with lightnings, Il.2.782:—Pass., ἱμασσόμενος δέμας αὔραις AP7.696 (Arch.), cf. Nonn.D.42.491.

German (Pape)

[Seite 1252] fut. ἱμάσω, conj. aor. ἱμάσσω, ἱμάσσῃ, Il. 15, 17. 2, 782, peitschen, geißeln, ἵππους, ἡμιόνους, 11, 531 u. sonst, πληγαῖς τινα, 15, 17; χειρί H. h. Apoll. 340; γαῖαν, die Erde mit Blitzen peitschen, Il. 2, 782; sp. D., auch pass., ἱμασσόμενος δέμας αὔραις Archi. 22 (VII, 696).

French (Bailly abrégé)

f. ἱμάσω. ao. ἵμασα;
fouetter : ἵππους IL, OD des chevaux ; τινα πληγῇσιν IL frapper qqn de coups de fouet ; fig. γαῖαν IL frapper la terre (de la foudre).
Étymologie: ἱμάς.

Russian (Dvoretsky)

ἱμάσσω: (ῐ) (fut. ἱμάσω, aor. ἵμᾰσα) бить, ударять, сечь, стегать (ἵππους, ἡμιόνους, πληγῇσίν τινα, γαῖαν Hom.; χθόνα χειρί HH): ἱμασσόμενος αὔραις Anth. раскачиваемый ветрами.

Greek (Liddell-Scott)

ἱμάσσω: ῐ: μέλλ. ἱμάσω ᾰ ἀόρ. ἵμᾰσα: (ἱμάς): ― μαστίζω, κτυπῶ διὰ τῆς μάστιγος τοὺς ἵππους, τοὺς δ’ ἵμασ’ Ἀντίλοχος Ἰλ. Ε. 589, πρβλ. Λ. 531· ἵμασεν καλλίτριχας ἵππους Ὀδ. Ε. 380· ἐπὶ ἀνθρώπων, εἰ.. σε πληγῇσιν ἱμάσσω Ἰλ. Ο. 17· ὡσαύτως, ἵμασε χθόνα χειρί, ἔπληττεν, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 340· ὅτε.. γαῖαν ἱμάσσῃ, ὅταν πλήττῃ αὐτὴν διὰ τῶν κεραυνῶν, Ἰλ. Β. 782. ― Παθ., ἱμασσόμενος δέμας αὔραις Ἀνθ. Π. 7. 696· φρένα κέντρῳ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. ια΄, 32. ― Ἀπαντᾷ καὶ τύπος ἱμάσκω ἐν Ἐπιγρ. Ἤλιδ. 11527·8 = Ὀλ. 2 = Roberts 292.

English (Autenrieth)

aor. ἵμασε, subj. ἱμάσσω: lash, scourge, beat, Il. 5.589, Il. 2.782, Il. 15.17.

Greek Monolingual

ἱμάσσω (Α) ιμάς
1. μαστιγώνω, χτυπώ με μαστίγιο τα άλογα («ἵμασσεν καλλίτριχας ἵππους», Ομ. Ιλ.)
2. χτυπώ δυνατά («ἵμασε χθόνα χειρί»)
3. (για τον Δία) χτυπώ με κεραυνούς («ὅτε... γαῖαν ἱμάσσῃ», Ομ, Ιλ.).

Greek Monotonic

ἱμάσσω: [ῐ], μέλ. ἱμάσω [ᾰ], αόρ. αʹ ἵμασα (ἱμάςμαστιγώνω, χτυπώ με μαστίγιο τα άλογα, σε Όμηρ.· γενικά, μαστιγώνω, πληγώνω, βουρδουλίζω, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ἱμάς
to flog horses, Hom.; generally, to scourge, smite, Il.

Mantoulidis Etymological

(=μαστιγώνω). Ἀπό τό ἱμάς, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.