διαλγής

From LSJ
Revision as of 15:33, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(\]\]\]) ([a-zA-Z' ]+)(:\. )" to "$1 $2$3")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαλγής Medium diacritics: διαλγής Low diacritics: διαλγής Capitals: ΔΙΑΛΓΗΣ
Transliteration A: dialgḗs Transliteration B: dialgēs Transliteration C: dialgis Beta Code: dialgh/s

English (LSJ)

ές, A grievous, ἄτα A.Ch.68 (lyr.). II suffering great pain, Plu.Alex.75. Adv. διαλγῶς, ἔχει is pained, Phld.D.3Fr.77.

Spanish (DGE)

-ές
I 1que sufre un profundo dolor, dolorido ref. Alejandro οὔτ' ἄφνω δ. γενόμενος Plu.Alex.75, θερμὴ καὶ δ. καὶ κραδαινομένη Plu.2.496d.
2 que causa un profundo dolor, doloroso ἄτα A.Ch.68 (cód.).
II adv. -ῶς con dolor, dolorosamente δ. ἔχειν Phld.D.3.Fr.77.7.

German (Pape)

[Seite 586] ές, 1) Schmerz bringend, ἄτα Aesch. Ch. 66. – 2) heftige Schmerzen leidend, Plut. Alex. 75.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui cause une profonde douleur;
2 qui éprouve une profonde douleur.
Étymologie: διά, ἀλγέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαλγής -ές [διά, ἄλγος] pijn veroorzakend:. ἄτα ellende Aeschl. Ch. 68. pijn lijdend:. ἄφνω διαλγὴς γενόμενος door een plotselinge pijnaanval Plut. Alex. 75.5.

Russian (Dvoretsky)

διαλγής:
1 причиняющий сильную боль, мучительный (ἄτα Aesch.);
2 испытывающий (сильную) боль, страдающий: δ. γενόμενος τὸ μετάφρενον Plut. ощутив сильную боль в спине.

Greek Monolingual

διαλγής, -ές (Α)
1. επώδυνος, θλιβερός
2. αυτός που πονά, που υποφέρει πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι(α)- + -αλγής < άλγος].

Greek Monotonic

διαλγής: -ές (ἄλγος
I. θλιβερός, βαρύς, σε Αισχύλ.
II. αυτός που υποφέρει μεγάλο πόνο, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

διαλγής: -ές, ἀλγεινός, θλιβερός, βαρύς, ἄτα Αἰσχύλ. Χο. 68· ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ διαιωνίζουσα, ὅθεν ὁ Paley ὑποθέτει ὅτι ἐν τῷ χειρογράφῳ ἐκείνῳ θὰ ὑπῆρχεν αἰᾱνής. ΙΙ. ὁ πολὺν πόνον ὑποφέρων, Πλούτ. Ἀλέξ. 75.

Middle Liddell

δι-αλγής, ές adj ἄλγος
I. grievous, Aesch.
II. suffering great pain, Plut.