οἶκόνδε

From LSJ
Revision as of 10:37, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἶκόνδε Medium diacritics: οἶκόνδε Low diacritics: οίκόνδε Capitals: ΟΙΚΟΝΔΕ
Transliteration A: oîkónde Transliteration B: oikonde Transliteration C: oikonde Beta Code: oi)=ko/nde

English (LSJ)

(better οἶκον δέ A.D.Adv.177.27), Ep. Adv., A = οἴκαδε, Il. 1.606, al., Hes.Op.554; οἶκόνδε ἄγειν = bring home, of a bride, Od.6.159, cf. 11.410. 2 to the women's chamber,1.360.

French (Bailly abrégé)

adv. avec mouv.
1 à la maison;
2 dans l'appartement des femmes;
3 dans le pays, dans la patrie.
Étymologie: οἶκος, -δε.

Russian (Dvoretsky)

οἶκόνδε: adv. Hom., Hes. = οἴκαδε.

Greek (Liddell-Scott)

οἶκόνδε: Ἐπικ. ἐπίρρ. = οἴκαδε, Ὅμ., κ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 552· οἶκόνδε ἄγειν, ἄγειν εἰς τὸν οἶκον, ἐπὶ νύμφης, Ὀδ. Ζ. 159, πρβλ. Λ. 410.

English (Autenrieth)

home, homeward, into the house, to the women's apartment, Od. 1.360, Od. 21.354.

Greek Monolingual

οἶκόνδε (Α)
επίρρ.
1. προς την πατρίδα ή προς το σπίτι (α. «οἱ μὲν κακκείοντες ἔβαν οἰκόνδε ἕκαστος», Ομ. Ιλ.
β. «οἶκόνδε ἄγω» — οδηγώ τη νύφη στο σπίτι, Ομ. Οδ.)
2. στο δωμάτιο τών γυναικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. μυχόν-δε). Ο τ. μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή woikode = Foικονδε].

Middle Liddell

[epic adv., = οἴκαδε, Hom., Hes.]

German (Pape)

οἴκαδε, nach Hause, in die Heimat, heimwärts; οἶκόνδε φεύξονται, Il. 2.158, öfter; οἶκόνδε καλέσσας, ins Haus, Od. 11.410; einzeln bei sp.D.