τραγέλαφος
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
ὁ, A goat-stag, a fantastic animal, represented on Eastern carpets and the like, Ar.Ra.937; οἱ γραφῆς τραγελάφους καὶ τὰ τοιαῦτα μειγνύντες γράφουσιν Pl.R.488a, cf. Arist.APr.49a24, APo.92b7; ποῦ ἐστὶ τ. ἢ σφίγξ; Id.Ph.208a30. 2 a drinking-cup, which had such a creature worked in relief on the fore-part, or was itself in this shape, Antiph. 224.4, Diph.80, Men.24, etc.; so θρόνος . . ἔχων τραγελάφων προτομὰς ἐκτύπους, ἐξ ὧν ἤρτηντο κρίκοι D.S.18.26; as a signet, IG22.1388.62, Inscr.Délos 442 B191 (ii B. C.). 3 a what's-itsname, thingumbob, τίθεται (sc. σκινδαψός) καὶ κατ' οὐδενὸς (fort. καὶ ἐπὶ τοῦ δεῖνος legend.) ὡς τὸ τραγέλαφος St.Byz. s.v. Γαληψός. II later, a real animal of Arabia, or on the Phasis, prob. a kind of wild goat or antelope, LXX Jb.39.1, D.S.2.51, Plin.HN8.120, etc.
German (Pape)
[Seite 1132] ὁ, der Bockhirsch, ein phantastisch gebildetes Thier, das den Griechen nur aus Abbildungen auf Teppichen und andern Kunsterzeugnissen des Orients bekannt war, Ar. Ran. 935; ausdrücklich als fabelhaftes Wesen mit Kentauren zusammengestellt von Plat. Rep. VI, 488 a; Arist. ausc. phys. 4, 1. – Daher auch ein Trinkgeschirr, auf dem das Vordertheil eines solchen Bockhirsches in erhabener Arbeit dargestellt war, Ath. XI, 484 d; Antiphan. ib. 500 e; vgl. Böckh Staatshaush. II p. 305. – Späterhin wird ein wirkliches Thier in Arabien od. am Phafis damit bezeichnet, wahrscheinlich eine Antilopen- od. Gazellenart mit einem Bocksbart, D. Sic. 2, 51. – Auch der päonische Stier, vielleicht der Auerochs oder Bison.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
demi-bouc, demi-cerf, animal fabuleux (~dahut).
Étymologie: τράγος, ἔλαφος.
Russian (Dvoretsky)
τρᾰγέλᾰφος: ὁ
1 козлоолень (баснословное животное) Arph., Plut., Arst.;
2 предполож. козерог Diod.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰγέλαφος: ὁ, φανταστικόν τι ζῷον, τράγος ἅμα καὶ ἔλαφος, ὅπερ ἀπεικονίζετο εἰς τάπητας ἐξ Ἀνατολῆς καὶ τὰ ὅμοια, Ἀριστοφ. Βάτρ. 937· κἀκτυπωμάτων πρόσωπα, τραγέλαφοι, λαβρώνια Μένανδρ. ἐν «Ἁλιεῖ» 4· τραγέλαφοι καὶ κένταυροι ῥητῶς μνημονεύονται ὡς μυθικὰ πλάσματα ἐν Πλάτ. Πολ. 488Α, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. Ι. 38, 2, Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 7, 2· ποῦ ἐστί τρ. ἢ σφίγξ; ὁ αὐτ. ἐν Φυσικ. 4. 1, 1. 2) ποτήριον ἔχον ἐπὶ τῆς κατὰ μέτωπον ἐπιφανείας εἰργασμένον ἐν ἀναγλύφῳ τοιοῦτον ζῷον, ἢ ἔχον τὸ σχῆμα τοῦ ζῴου τούτου, Ἀντιφ. (ἐν «Χρυσίδι» 1) παρ’ Ἀθην. 500D, Ε· πρβλ. ὄνος VII. 3· οὕτω, θρόνος... ἔχων τραγελάφων προτομὰς ἐκτύπους, ἐξ ὧν ἤρτηντο κρίκοι Διόδ. 18. 26 πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 11., 2852, 39. ΙΙ. παρὰ μεταγεν., ζῷόν τι πράγματι ὑπάρχον ἐν Ἀραβίᾳ ἢ παρὰ τὸν Φᾶσιν, πιθανῶς εἶδος ἐλάφου ἢ δορκάδος πωγωνοφόρου, Διόδ. 2. 51, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΛΘ΄, 1), Plin. Ν. Η. 8. 33, κλπ.· - καλεῖται καὶ ζόμβρος ἔν τινι γλωσσ. ἐν τῇ του Morelli Bibl. 1, σ. 59.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
μυθικό ζώο με σώμα ελαφιού και τράγου συγχρόνως
νεοελλ.
1. ζωολ. γένος αντιλόπης της Αφρικής με δύο είδη
2. μτφ. αλλόκοτο, τερατώδες πράγμα («η υπόθεση κατάντησε σωστός τραγέλαφος»)
αρχ.
1. (στην Αραβία ή κοντά στον ποταμό Φάσι) είδος ζώου, πιθ. ελάφι ή πωγωνοφόρο ζαρκάδι
2. είδος ποτηριού με ανάγλυφη παράσταση του παραπάνω ζώου στην πρόσθια επιφάνειά του ή ποτήρι με σχήμα όμοιο με το σχήμα του ζώου αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + ἔλαφος. Τη λ., δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. νεολατ. tragelaphus].
Greek Monotonic
τρᾰγέλᾰφος: ὁ, τράγος και ελάφι, όπως οι Έλληνες καλούσαν ένα φανταστικό ζώο, το οποίο απεικονίζονταν στα χαλιά της Ανατολής και σε άλλα παρόμοια, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
τρᾰγ-έλᾰφος, ὁ,
the goat-stag, as the Greeks called a fantastic animal, represented on Eastern carpets and the like, Ar.
Mantoulidis Etymological
(=φανταστικό ζῶο, τράγος μαζί καί ἐλάφι). Ἀπό τό τράγος + ἔλαφος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα τρώγω.