κέκασμαι
Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat
English (LSJ)
v. καίνυμαι.
French (Bailly abrégé)
v. καίνυμαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κέκασμαι indic. perf. med. van καίνυμι.
German (Pape)
s. καίνυμαι.
Russian (Dvoretsky)
κέκασμαι: pf. pass. к *κάζομαι и καίνυμαι.
Greek (Liddell-Scott)
κέκασμαι: κέκαστο, κεκασμένος, ἴδε ἐν λέξει καίνυμαι.
English (Autenrieth)
see καίνυμαι.
Greek Monolingual
κέκασμαι (Α)
παρακμ. του καίνυμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέ-κασ-μαι, με αναδιπλασιασμό κε-, θ. καδ-, πρβλ. δωρ. τ. κέ-καδμαι (το σύμπλεγμα -σμ- < -δμ-, πρβλ. ὀδμή < ὀσμή) που ανάγεται πιθ. σε ΙΕ ρίζα kad- «λάμπω, διακρίνομαι, ακτινοβολώ». Ο τ. συνδέεται με αρχ. ινδ. τ. παρακμ. śāśaduh, μτχ. šāśadāna- «εξέχω, διακρίνομαι». Κατ' άλλους, η λ. ανάγεται σε θ. -κασ- < ΙΕ ρίζα kas- «υποδεικνύω, καθοδηγώ» και συνδέεται πιθ. με λατ. censeo «τιμώ - νομίζω», αρχ. ινδ. śamsayati, ενώ φαίνεται πιθανή και η σύνδεση με τα κύρια ον. Κάστωρ, Καστιάνειρα και Κασσάνδρα].
Greek Monotonic
κέκασμαι: παρακ. του καίνυμαι· γʹ ενικ. Επικ. υπερσ. κέκαστο· μτχ. κεκασμένος.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: surpass, excel (Il.); on -σμ- from -δμ- Schwyzer 208 and 773.
Other forms: (ἐ)κέκαστο, κεκαδμένος (Pi. O. 1, 27)
Derivatives: κάδμος δόρυ, λόφος, ἀσπίς. Κρῆτες H. (i. e. "equipment?"; c. Bechtel Dial. 2, 787). On PN Κάδμος s.v.; Κάστωρ s. v.; Καστι-άνειρα (Θ 305).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [516] *ḱend- [not ḱad-] excel
Etymology: A synonymous perf. act. in Skt. in śāśadúḥ, ptc. śā́śadāna- excel. Quite uncertain is connection with MIr. cā(i)d holy, Gaul. caddos sanctus; not here Lat. Camēnae, s. W.-Hofmann s. v. - To κέκασμαι a present καίνυμαι was created analogically, s. v. - The root could be καδ- < *ḱend- in the Sanskrit form (García Ramón, Mykenaïka, BCH Suppl. 25 (1992) 239-255; or it was κασ- < *km̥s-, Heubeck BNF 8 (1957) 274-277. (The gloss on κάδμος seems quite unreliable. The proper names are also quite unclear.)
Frisk Etymology German
κέκασμαι: {kékasmai}
Forms: (ἐ)κέκαστο (ep. poet. seit Il.), κεκαδμένος (Pi. O. 1, 27)
Meaning: sich auszeichnen, übertreffen, sich rüsten (zu -σμ- aus -δμ- Schwyzer 208 und 773).
Derivative: Davon κάδμος· δόρυ, λόφος, ἀσπίς. Κρῆτες H. (d. h. "Rüstung"; vgl. Bechtel Dial. 2, 787), wohl auch die EN Κάδμος, att. Vasen Κασσμος (anders Schulze Kl. Schr. 698 und Bottiglioni Glotta 21, 55f.) und Κάστωρ (s. d.); ebenso Καστιάνειρα (Θ 305).
Etymology: Ein synonymes Perf. Akt. besitzt das Aind. in śāśadúḥ, Ptz. śā́śadāna- sich auszeichnen, hervorragen. Ganz unsicher ist die Verbindung mit mir. cā(i)d heilig, gall. caddos sanctus; fernzuhalten lat. Camēnae, s. W.-Hofmann s. v. m. Lit. — Zu κέκασμαι wurde als Analogiebildung ein Präsens καίνυμαι geschaffen, s. d.
Page 1,811-812