Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σαῦρος

From LSJ
Revision as of 12:40, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαῦρος Medium diacritics: σαῦρος Low diacritics: σαύρος Capitals: ΣΑΥΡΟΣ
Transliteration A: saûros Transliteration B: sauros Transliteration C: sayros Beta Code: sau=ros

English (LSJ)

ὁ,= σαύρα, Hdt.4.183 (as v.l.), cf. Hp.Morb.3.11, Arist. HA503a22, Nic.Th.817. II horse-mackerel,= τραχοῦρος, Alex. 133.1, Arist.HA610b5, Gal.6.720.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 lézard, animal;
2 saurel, poisson de mer.
Étymologie: cf. σαύρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαῦρος -ου, ὁ hagedis.

German (Pape)

ὁ, = σαύρα,
1 die Eidechse; Her. 4.183, doch schwankt hier die Lesart. Nach B.A. p. 64 hatte Theocr. auch ἡ σαῦρος.
2 ein Seefisch; Ath. VII.322c aus Alexis und a. Com.; Arist. H.A. 9.2; sonst τραχοῦρος.

Russian (Dvoretsky)

σαῦρος:
1 ящерица Her., Arst.;
2 «ящерица» (род морской рыбы) Arst.

Greek Monolingual

ο / σαῡρος, ΝΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος, σύμφωνα με παλαιότερα συστήματα ταξινόμησης, ιχθύων της οικογένειας μυκτοφίδες της τάξης μυκτοφιοειδείς
αρχ.
1. σαύρα
2. το ψάρι σαυρίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. σπάνιος τ. του σαύρα].

Greek Monotonic

σαῦρος: ὁ, = σαύρα, Λατ. lacertus, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

σαῦρος: ὁ, = σαύρα (ὡς τὸ lacertus = lacerta, παρὰ Οὐεργιλ.), Ἡρόδ. 4. 183, Ἱππ. 58. 18., 490. 47, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 6, κ. ἀλλ. ΙΙ. θαλάσσιος ἰχθύς, Ἄλεξις ἐν «Λευκαδίᾳ» 1· ἴδε παρ’ Ἀθην. 322C κἑξ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 2, 1· ἀλλαχοῦ τραχοῦρος.

Middle Liddell

σαῦρος, ὁ,
= σαύρα, Lat. lacertus, Hdt.