ἀκρισία
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
ἡ, (ἄκριτος) A want of distinctness and order, confusion, X. HG7.5.27; ἀ. καὶ ταραχή Epicur.Sent.22. II want of judgement, bad judgement or choice, Plb.2.35.3, AP7.629 (Antip.); περὶ τῶν φίλων Luc.Tim.8. III undecided character of a disease, not coming to a crisis, Hp.Epid.1.8: pl., ἠέρος ἀ. unsettled climate, POxy.1796.22.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀκριἵα Hsch.ι 651
I 1confusión ἀ. καὶ ταραχή X.HG 7.5.27, Epicur.Sent.[5] 22, Plb.38.12.1, D.C.83.6, θόρυβος καὶ ἀ. Plb.5.25.6, ἀ. περὶ πάντας τοὺς Ἕλληνας Plb.2.39.8.
2 carácter incierto, en una enfermedad carencia de crisis Hp.Epid.1.8
•plu. ἀ. ἠέρος tiempo variable, inseguro, GDRK 60.2.22.
3 incapacidad para enjuiciar, falta de discernimiento, poco juicio c. gen. subjet. προεστῶτος Plb.7.5.3, Ἑλλήνων AP 7.629 (Antip.Thess.)
•c. gen. obj. χειρισμοῦ Plb.2.35.3, c. prep. περὶ τῶν φίλων Luc.Tim.8.
4 ecuanimidad, trato igualitario, incapacidad para hacer distinciones c. gen. subj. δαίμονος SEG 39.972.11 (Lato, Creta II a.C.).
II injusticia Procop.Gaz.M.87.2604D.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 manque d'ordre, confusion;
2 manque de discernement.
Étymologie: ἄκριτος.
German (Pape)
[ίᾱ], ἡ (ἄκριτος),
1 Mangel an richtigem Urteil, Torheit, Pol. 2.35.3, 40.5.7, mit ἄνοια verb.; falsche Wahl, περὶ τοὺς φίλους, der Freunde, Luc. Tim. 8.
2 unentschiedener Zustand, Verwirrung, Xen. Hell. 7.5.27, mit ταραχή verb. öfter Pol., z.B., 30.14.6.
3 Bei den Ärzten das Ausbleiben der Krisis.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρῐσία: ἡ
1 запутанность, путаница; замешательство (ἐν τῇ Ἑλλάδι Xen.);
2 путаность суждения, отсутствие здравого смысла (ἄνοια καὶ ἀ. Polyb.): ἀ. περὶ τοὺς φίλους Luc. неумение разбираться в друзьях.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρῐσία: ἡ, (ἄκριτος) ἔλλειψις σαφηνείας καὶ τάξεως, σύγχυσις, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 27. ΙΙ. ἔλλειψις κρίσεως, κακή, ἐσφαλμένη κρίσις ἢ ἐκλογή, διαστροφή, Πολύβ. 2. 35, 3. ΙΙΙ. ὁ ἀναποφάσιστος χαρακτὴρ νόσου τινός, μὴ ἱκνουμένης εἰς κρίσιμον σημεῖον, Ἱππ. Ἐπιδ. 1. 945.
Greek Monolingual
η (Α ἀκρισία) (Ν και -σιά) ἄκριτος
διανοητική ανεπάρκεια, έλλειψη ορθής κρίσης, εσφαλμένη κρίση ή επιλογή, απερισκεψία
αρχ.
1. έλλειψη τάξης, αταξία, σύγχυση
2. (για νόσο) το να μη φτάνει μια αρρώστια στο κρισιμότερο σημείο της.
Greek Monotonic
ἀκρῐσία: ἡ (ἄκριτος), έλλειψη σαφήνειας, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἄκριτος
want of distinctness, Xen.