γενναιότης

From LSJ
Revision as of 14:39, 6 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γενναιότης Medium diacritics: γενναιότης Low diacritics: γενναιότης Capitals: ΓΕΝΝΑΙΟΤΗΣ
Transliteration A: gennaiótēs Transliteration B: gennaiotēs Transliteration C: gennaiotis Beta Code: gennaio/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, the character of a γενναῖος, nobility, E.Ph. 1680, Th.3.82; of land, fertility, X.Cyr.8.3.38, Plb.3.44.8; noble birth, J.AJ19.3.1; high spirit, of colts, Max. Tyr.7.8.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
1 alto nacimiento, noble cuna del emperador Claudio, I.AI 19.212, cf. 17.333, de Heracles, Corn.ND 31
de pueblos nobleza γένους ... γενναιότητι D.Chr.39.1, τῷ ὄντι καθαρῶς ὄντας Ἕλληνας ἐν αὐτῷ τούτῳ τὴν γενναιότητα ἐπιδεικνύναι D.Chr.48.8
de anim. pura raza Max.Tyr.1.8.
2 nobleza de alma γ. σοι, μωρία δ' ἔνεστί τις de Antígona, E.Ph.1680, cf. Th.3.82, Plb.1.59.6
conducta noble, entereza, gallardía, generosidad ὑπὸ γενναιότητος ... ταῦτα διενεγκεῖν Themist.Ep.13, γ. καὶ τόλμα Plb.1.36.7, τὸν ἑαυτοῦ θάνατον ὑπόδειγμα γενναιότητος LXX 2Ma.6.31, τοῦ βουλεύματος I.BI 7.406, cf. LXX 4Ma.17.2, ἠθῶν Phld.Mus.4.1B.9, Mac.Aeg.Serm.B 19.1.4, τῆς ψυχῆς D.C.36.12, de los mártires Mart.Pol.2.2, ἐν τοῖς λόγοις ἁπλότητα καὶ γενναιότητα τοῦ τρόπου D.Chr.18.11, como virtud estoica junto a σωφροσύνη καὶ εὐταξία Diog.Bab.Stoic.3.226.
3 fertilidad (τὸ γῄδιον) ὑπὸ γενναιότητος καὶ διπλάσια ἀπέδωκεν X.Cyr.8.3.38, ἡ τῆς χώρας γ. Plb.3.44.8.

German (Pape)

[Seite 483] ητος, ἡ, das Wesen des γενναῖος, Adel, Edelsinn, Eur. Phoen. 1694; Thuc. 3, 82; Pol. 1, 59, 7. Vom Lande, Fruchtbarkeit, Xen. Cyr. 8, 3, 38 Pol. 3, 44, 8.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
qualité d'une âme bien née, générosité, noblesse ; p. anal. en parl. du sol générosité, fécondité.
Étymologie: γενναῖος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γενναιότης -ητος, ἡ γενναῖος edele kwaliteit:; γενναιότης σοι, μωρία δ’ ἔνεστί τις u bezit geestesadel, maar ook een zekere dwaasheid Eur. Phoen. 1680; van vruchtbare landbouwgrond:. ὑπὸ γενναιότητος καὶ διπλάσια ἀπέδωκεν door de edele kwaliteit ervan leverde (de grond) zelfs het dubbele op Xen. Cyr. 8.3.38.

Russian (Dvoretsky)

γενναιότης: ητος ἡ
1 благородство Eur., Thuc., Polyb.;
2 отличные качества, плодородие (sc. χώρας Xen., Polyb.).

Greek Monotonic

γενναιότης: -ητος, ἡ (γενναῖος), η ευγένεια του χαρακτήρα, η αριστοκρατική συμπεριφορά, σε Ευρ., Θουκ.· λέγεται για το έδαφος, η γονιμότητα, η ευφορία του εδάφους, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

γενναιότης: -ητος, ἡ, ὁ χαρακτὴρ τοῦ γενναίου, εὐγένεια, Εὐρ. Φοιν. 1680, Θουκ. 3. 82· ἐπὶ γῆς, εὐφορία, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 38.

Middle Liddell

γενναῖος
nobleness of character, nobility, Eur., Thuc.: of land, fertility, Xen.

English (Woodhouse)

high birth, magnanimity, nobility, high degree, highmindedness, nobility of character

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)