καταμερίζω

From LSJ
Revision as of 20:08, 9 December 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τί" to "τί")

τὰ καλὰ καὶ συμφέροντα ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν καὶ εἰρήνην τῷ κόσμῳ → what is good and profitable to our souls, and for peace to the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμερίζω Medium diacritics: καταμερίζω Low diacritics: καταμερίζω Capitals: ΚΑΤΑΜΕΡΙΖΩ
Transliteration A: katamerízō Transliteration B: katamerizō Transliteration C: katamerizo Beta Code: katameri/zw

English (LSJ)

A cut in pieces, [τὸν Πλοῦτον] εἰς πολλά Luc.Tim.12; λίθους εἰς μεγέθη D.S.5.13: metaph., εἰς πολλὰς ταλαιπωρίας τὸν θάνατον Id.3.40:—Pass., of flavours, to be resolved into components, Thphr.Od.65. 2 distribute, τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη X.An.7.5.4; κ. εἰς λόχους, = καταλοχίζω, Ascl.Tact.2.1:— Med., ἕκαστόν τι εἰς τὴν ἑαυτοῦ φύσιν Thphr.CP5.2.5.

German (Pape)

[Seite 1363] zertheilen, zerstückeln; εἰς πολλά Luc. Tim. 12; D. Sic. 3, 40; – vertheilen, τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη Xen. An. 7, 5, 4.

French (Bailly abrégé)

f. att. καταμεριῶ;
1 partager : τι εἰς πολλά une chose en plusieurs parties;
2 répartir, distribuer : τί τισι qch à plusieurs personnes.
Étymologie: κατά, μερίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-μερίζω in stukken snijden, verdelen:. κ. εἰς πολλά in veel stukken verdelen Luc. 25.12; τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη de ossenspannen werden onder de commandanten verdeeld Xen. An. 7.5.4.

Russian (Dvoretsky)

καταμερίζω: делить, разделять, распределять (τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς Xen.; τι εἰς πολλά Luc.): εἰς πολλὰς ταλαιπωρίας τὸν θάνατον κ. Diod. разделять смерть на множество страданий, т. е. умирать медленной и мучительной смертью.

Greek Monolingual

(AM καταμερίζω)
διαιρώ σε πολλά μικρά μέρη, διανέμω, διαμοιράζω
αρχ.
1. κομματιάζω
2. παθ. καταμερίζομαι
(για οσμές) διαλύομαι στα συστατικά μου.

Greek Monotonic

καταμερίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ,
1. κόβω σε κομμάτια, κομματιάζω, σε Λουκ.
2. διανέμω, κατανέμω, μοιράζω, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

καταμερίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, κόπτω εἰς μέρη ἢ τεμάχια, τὸν Πλοῦτον εἰς πολλὰ Λουκ. Τίμ. 12· εἰς πολλὰς ταλαιπωρίας τὸν θάνατον Διόδ. 3. 40. 2) διαμοιράζω, διανέμω, τὰ βοεικὰ ζεύγη τοῖς λοχαγοῖς κατεμερίσθη Ξεν. Ἀν. 7. 5. 4. Μέσ., ἀμοιβαίως διανέμω, «μοιράζομαι», Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5· 2. 5.

Middle Liddell

fut. Attic ιῶ
1. to cut in pieces, Luc.
2. to distribute, Xen.