ἐμμαίνομαι
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
English (LSJ)
to be mad at, τινί Act.Ap.26.11, J.AJ17.6.5.
Spanish (DGE)
1 enfurecerse αὐτοῖς Act.Ap.26.11, cf. I.AI 17.174.
2 estar enloquecido Hsch.s.u. ἐμμεμηνότα, por el deseo sexual τοὺς ἄρρενας αὐτῶν κατ' ἀλλήλων ... ἐμμαίνεσθαι Didym.in Zach.2.208.
German (Pape)
[Seite 807] dabei rasen, τινί, N. T., Ios.
French (Bailly abrégé)
être furieux contre, τινι.
Étymologie: ἐν, μαίνομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἐμμαίνομαι: неистовствовать (τινι NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμαίνομαι: ἀποθ., καθίσταμαι μανιώδης ἐναντίον τινός, περισσῶς τε ἐμμαινόμενος αὐτοῖς, ἐδίωκον ἕως καὶ εἰς τὰς ἔξω πόλεις Πράξ. Ἀποστ. κϛ΄, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρ. 17. 6, 5.
English (Strong)
from ἐν and μαίνομαι; to rave on, i.e. rage at: be mad against.
English (Thayer)
(see ἐν, III:3); τίνι, to rage against (A. V. to be exceedingly mad against) one: Acts 26:11; besides only in Joseph; Antiquities 17,6, 5.
Greek Monolingual
ἐμμαίνομαι (AM)
μαίνομαι εναντίον κάποιου, καταδιώκω με μανία κάποιον.
Greek Monotonic
ἐμμαίνομαι: (ἐν), αποθ., γίνομαι έξαλλος, εξοργίζομαι με κάτι, με δοτ., σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
[ἐν]
Dep. to be mad at a thing, c. dat., NTest.
Chinese
原文音譯:™mma⋯nomai 恩-買挪買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(成為)在內-瘋 狂
字義溯源:憤怒,暴怒,惱恨;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(μαίνομαι)=怒吼)組成;而 (μαίνομαι)出自(μάχομαι)X*=渴望)。保羅自己述說,他從前迫害信徒時,所用的字眼
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 惱恨(1) 徒26:11