ἐπικατάρατος

From LSJ
Revision as of 16:31, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικατάρᾱτος Medium diacritics: ἐπικατάρατος Low diacritics: επικατάρατος Capitals: ΕΠΙΚΑΤΑΡΑΤΟΣ
Transliteration A: epikatáratos Transliteration B: epikataratos Transliteration C: epikataratos Beta Code: e)pikata/ratos

English (LSJ)

[ᾰρ], ον, accursed, LXX Ge.3.14, Ep.Gal.3.10,13, IG12(9).955 (Euboea); ταῖς ἀραῖς BMus.Inscr.918.6 (Halic.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
]maudit.
Étymologie: ἐπικαταράομαι.

English (Strong)

from ἐπί and a derivative of καταράομαι; imprecated, i.e. execrable: accursed.

English (Thayer)

ἐπικατάρατον (ἐπικαταράομαι to imprecate curses upon), only in Biblical and ecclesiastical use, accursed, execrable, exposed to divine vengeance, lying under God's curse: R G; Sept. often for אָרוּר).

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπικατάρατος, -ον) επικαταρώμαι
1. αυτός που βαρύνεται με κατάρα, ο καταραμένος
2. αυτός που αξίζει να τον καταριέται κανείς.

Greek Monotonic

ἐπικατάρᾱτος: -ον, καταραμένος, σε Καινή Διαθήκη

German (Pape)

[ρᾱ], verflucht, NT.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικατάρᾱτος: (τᾱ) проклятый NT.

Middle Liddell

ἐπι-κατάρᾱτος, ον
yet more accursed, NTest.

Chinese

原文音譯:™pikat£ratoj 誒披-卡特-阿拉拖士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:在上-向下-咒罵的 相當於: (אָרַר‎)
字義溯源:被咒詛的;由(ἐπί)*=在⋯上)與(καταράομαι)=咒罵)組成;其中 (καταράομαι)出自(κατάρα)=咒詛),而 (κατάρα)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἀρά)*=咒罵)組成。法利賽人說,不明白律法的百姓,是被咒詛的( 約7:49)。經上說,不行律法的,就被咒詛( 加3:10)。然而基督為我們成為咒詛,就贖我們脫離律法的咒詛( 加3:10)
出現次數:總共(2);加(2)
譯字彙編
1) 都是被咒詛的(1) 加3:13;
2) 是被咒詛的(1) 加3:10