χητοσύνη

From LSJ
Revision as of 18:55, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χητοσύνη Medium diacritics: χητοσύνη Low diacritics: χητοσύνη Capitals: ΧΗΤΟΣΥΝΗ
Transliteration A: chētosýnē Transliteration B: chētosynē Transliteration C: chitosyni Beta Code: xhtosu/nh

English (LSJ)

ἡ, desolation, loneliness, AP9.408 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1354] ἡ, Mangel, Bedürftigkeit, Verwaisung, Einsamkeit, Antp. Th. 35 (IX, 408).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
privation, manque.
Étymologie: χῆτος.

Russian (Dvoretsky)

χητοσύνη: (ῠ) ἡ покинутость, одиночество Anth.

Greek (Liddell-Scott)

χητοσύνη: ἡ, ἔλλειψις, στέρησις, ἐρημία, Ἀνθ. Παλ. 9. 408.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. στέρηση, ένδεια
2. απομόνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο ρ. χατέω και εμφανίζει μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν της ρίζας ghē- και κατάλ. -σύνη].

Greek Monotonic

χητοσύνη: ἡ, ανάγκη, στέρηση, ερημιά, σε Ανθ.

Middle Liddell

χητοσύνη, ἡ, [from χῆτος
need, destitution, loneliness, Anth.