χητοσύνη
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ἡ, desolation, loneliness, AP9.408 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1354] ἡ, Mangel, Bedürftigkeit, Verwaisung, Einsamkeit, Antp. Th. 35 (IX, 408).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
privation, manque.
Étymologie: χῆτος.
Russian (Dvoretsky)
χητοσύνη: (ῠ) ἡ покинутость, одиночество Anth.
Greek (Liddell-Scott)
χητοσύνη: ἡ, ἔλλειψις, στέρησις, ἐρημία, Ἀνθ. Παλ. 9. 408.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. στέρηση, ένδεια
2. απομόνωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στο ρ. χατέω και εμφανίζει μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν της ρίζας ghē- και κατάλ. -σύνη].
Greek Monotonic
χητοσύνη: ἡ, ανάγκη, στέρηση, ερημιά, σε Ανθ.
Middle Liddell
χητοσύνη, ἡ, [from χῆτος
need, destitution, loneliness, Anth.