ἀφρώδης

From LSJ
Revision as of 19:10, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφρώδης Medium diacritics: ἀφρώδης Low diacritics: αφρώδης Capitals: ΑΦΡΩΔΗΣ
Transliteration A: aphrṓdēs Transliteration B: aphrōdēs Transliteration C: afrodis Beta Code: a)frw/dhs

English (LSJ)

ες, A foamy, αἷμα Diog.Apoll.6, Hp.Aph.5.13, cf. Acut.53; στόματος ἀ. πέλανος E.Or.220; ὄμβρος Tim.Pers.71 (dub.); γένος Pl. Ti.60b; σπέρματα Corn.ND24. II μήκων ἀ. frothy poppy, Silene inflata, Dsc.4.66; = πέπλος, ib.167 (but, = πεπλίς, Plin.HN27.119); = χαμαισύκη, Ps.-Dsc.4.169.

Spanish (DGE)

-ες
1 espumeante, αἷμα Diog.Apoll.B 6, Hp.Aph.5.13, Acut.53, Epid.7.48, οὐρήσιες Hp.Prorrh.1.113, ὑμήν Hp.Oss.12, στόματος ἀ. πελανός E.Or.220, γένος ... ἐκ τῶν χυμῶν, ὀπὸς ἐπωνομάσθη Pl.Ti.60b, σπέρματα Corn.ND 24.
2 bot. viscoso del látex de algunas plantas, esp. de la adormidera μήκων ἀ. adormidera jugosa, Suene inflala Sm., Dsc.4.66, de la χαμαισύκη Ps.Dsc.4.169.

German (Pape)

[Seite 415] ες, schäumend, voll Schaum, Hippocr.; Plat. Tim. 60 b; στόματος ἀφρώδη πέλανον Eur. Or. 220.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
écumeux, écumant.
Étymologie: ἀφρός, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

ἀφρώδης: подобный пене, пенистый Eur., Plat. etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφρώδης: -ες, (εἶδος) ὡς καὶ νῦν, πλήρης ἀφροῦ, αἷμα Ἱππ. Ἀφ. 1253, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 220, Πλάτ. Τίμ. 60Β.

Greek Monolingual

(-ους), -ες (AM ἀφρώδης, -ες)
αυτός που έχει αφρούς, που είναι γεμάτος από αφρούς
νεοελλ.
«αφρώδης οίνος» ή «καμπανίτης οίνος» — φυσικά αεριούχος οίνος, δηλ. εμπλουτισμένος με διοξείδιο του άνθρακα, το οποίο παράγεται κατά το τέλος της αλκοολικής ζύμωσης.

Greek Monotonic

ἀφρώδης: -ες (εἶδος), αφρώδης, αφρισμένος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

εἶδος
foamy, Eur.