πελλός
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
ή, όν, (or πέλλος, η, ον, the accent varies in codd.) dark-coloured, dusky, πελλὴ μηκάς dub. in S. Fr.509; πελλὰ ὄϊς Theoc. 5.99, cf. S.Fr. 114; βοῦς EM659.38; πελλὸς ἐρῳδιός Arist. HA609b22; πελλὸς σποδός cj. in Phoen. 1.24; = Lat. pullus, (ἱμάτιον) IG14.644 (Supp.Epigr.4.70, Western Locr.); Sicyonian for κιρρός, Zenod. ap. Gal. 19.129. (Cf. πελιός, πελιδνός, πολιός; Skt. palitás 'grey', Lat. palleo, pullus.)
German (Pape)
[Seite 551] (vgl. πολιός, pullus), schwärzlich, dunkelfarbig, bleifarbig, Hesych. erkl. φαιὸν χρῶμα ἐμφερὲς τῷ πελιδνῷ; bei E. M. p. 659, 38 steht πέλλη βοῦς accentuirt, wie πέλος aus Soph. frg. 122 citirt wird; ὄϊν πελλάν Theocr. 5, 99, ἐρωδιός, Arist. H. A. 9, 1, u. sonst bei Sp. einzeln.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de couleur sombre, noirâtre, noir.
Étymologie: R. Πελ, être sombre ; cf. πολιός, lat. palleo, pullus.
Russian (Dvoretsky)
πελλός: Theocr., Arst. = πελός.
Greek (Liddell-Scott)
πελλός: -ή, -όν, ἴδε ἐν λ. πελός.
Greek Monolingual
και πελός, -ή, -όν, αρσ. και πέλλος, Α 1. αυτός που έχει σκούρο χρώμα, φαιόχρους, σκουρόχρωμος
2. (στη Σικυώνα) κιρρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. πελιδνός.
Greek Monotonic
πελλός: -ή, -όν, βλ. πελός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πελλός -ή -όν [~ πελιός] grijs, donker:. πελλὰ ὄϊς donker schaap Theocr. Id. 5.99.