ποικιλομήτης
ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more
English (LSJ)
ου, ὁ, voc. μῆτα, full of various wiles, epithet of Odysseus, Il.11.482, Od.3.163, 13.293; of Zeus, h.Ap.322; of Hermes, h.Merc.155.
German (Pape)
[Seite 650] ὁ, voll mannichfaltiger, schlauer Rathschläge, gewandter Klugheit; Hom., Beiwort des Odysseus, Od., voc. ποικιλομῆτα 13, 293; des Zeus, H. h. Ap. 323, und des Hermes, h. Merc. 155.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
fertile en expédients, artificieux.
Étymologie: ποικίλος, μῆτις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποικιλομήτης -ου [ποικίλος, μῆτις] listig.
Russian (Dvoretsky)
ποικῐλομήτης: ου adj. m изобретательный, хитроумный (Ὀδυσσεύς Hom.; Ἑρμῆς HH).
English (Autenrieth)
(μῆτις): with versatile mind, fertile in device, inventive, cunning.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Οδυσσέως, του Διός και του Ερμού) αυτός που σκέπτεται ή μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, πολυμήχανος, επινοητικός, πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -μήτης (< μῆτις «σκέψη, σοφία»), πρβλ. αγκυλο-μήτης].
Greek Monotonic
ποικῐλομήτης: -ου, ὁ, κλητ. -μῆτα (μῆτις)· γεμάτος με επινοήσεις διάφορες, πολυμήχανος, πανούργος, σε Όμηρ.
Greek (Liddell-Scott)
ποικῐλομήτης: -ου, ὁ, κλητ. -μῆτα, πλήρης ποικίλων τεχνασμάτων, πολυμήχανος, πανοῦργος, ἐπίθ. τοῦ Ὀδυσσέως, Ἰλ. Λ. 482, Ὀδ. Γ. 163, Ν. 293˙ τοῦ Διός, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 323˙ τοῦ Ἑρμοῦ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 155˙ ― πρβλ. ποικιλόβουλος.
Middle Liddell
ποικῐλο-μήτης, ου, ὁ, μῆτις
full of various wiles, wily-minded, Hom.