ποικιλομήτης

From LSJ
Revision as of 11:47, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

ἀλλ’ οὔτε πολλὰ τραύματ’ ἐν στέρνοις λαβὼν θνῄσκει τις, εἰ μὴ τέρμα συντρέχοι βίου, οὔτ’ ἐν στέγῃ τις ἥμενος παρ’ ἑστίᾳ φεύγει τι μᾶλλον τὸν πεπρωμένον μόρον → But a man will not die, even though he has been wounded repeatedly in the chest, should the appointed end of his life not have caught up with him; nor can one who sits beside his hearth at home escape his destined death any the more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλομήτης Medium diacritics: ποικιλομήτης Low diacritics: ποικιλομήτης Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΜΗΤΗΣ
Transliteration A: poikilomḗtēs Transliteration B: poikilomētēs Transliteration C: poikilomitis Beta Code: poikilomh/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, voc. μῆτα, full of various wiles, epithet of Odysseus, Il.11.482, Od.3.163, 13.293; of Zeus, h.Ap.322; of Hermes, h.Merc.155.

German (Pape)

[Seite 650] ὁ, voll mannichfaltiger, schlauer Rathschläge, gewandter Klugheit; Hom., Beiwort des Odysseus, Od., voc. ποικιλομῆτα 13, 293; des Zeus, H. h. Ap. 323, und des Hermes, h. Merc. 155.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
fertile en expédients, artificieux.
Étymologie: ποικίλος, μῆτις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλομήτης -ου [ποικίλος, μῆτις] listig.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλομήτης: ου adj. m изобретательный, хитроумный (Ὀδυσσεύς Hom.; Ἑρμῆς HH).

English (Autenrieth)

(μῆτις): with versatile mind, fertile in device, inventive, cunning.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Οδυσσέως, του Διός και του Ερμού) αυτός που σκέπτεται ή μηχανεύεται ποικίλα πράγματα, πολυμήχανος, επινοητικός, πανούργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -μήτης (< μῆτις «σκέψη, σοφία»), πρβλ. αγκυλο-μήτης].

Greek Monotonic

ποικῐλομήτης: -ου, ὁ, κλητ. -μῆτα (μῆτιςγεμάτος με επινοήσεις διάφορες, πολυμήχανος, πανούργος, σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλομήτης: -ου, ὁ, κλητ. -μῆτα, πλήρης ποικίλων τεχνασμάτων, πολυμήχανος, πανοῦργος, ἐπίθ. τοῦ Ὀδυσσέως, Ἰλ. Λ. 482, Ὀδ. Γ. 163, Ν. 293˙ τοῦ Διός, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 323˙ τοῦ Ἑρμοῦ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 155˙ ― πρβλ. ποικιλόβουλος.

Middle Liddell

ποικῐλο-μήτης, ου, ὁ, μῆτις
full of various wiles, wily-minded, Hom.