χρημοσύνη

From LSJ
Revision as of 17:29, 10 February 2023 by Spiros (talk | contribs)

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: {{{Full diacritics}}} Medium diacritics: χρημοσύνη Low diacritics: {{{Low diacritics}}} Capitals: ΧΡΗΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: chrēmosýnē Transliteration B: chrēmosynē Transliteration C: chrimosyni Beta Code: xrhmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, need, want, lack, Thgn.389,394, al., dub. cj. in Trag.Adesp.509 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1374] ἡ, Nothdurft, Dürftigkeit, Armut, Theogn. 389. 394. Vgl. auch χρησμοσύνη.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
besoin, indigence, pauvreté.
Étymologie: χράομαι.

Russian (Dvoretsky)

χρημοσύνη:скудость, бедность, нужда Soph.

Greek (Liddell-Scott)

χρημοσύνη: ἡ, ὡς τὸ χρείᾱ, ἀνάγκη, ἔλλειψις, ἔνδεια, Τυρταῖος 7 (6). 8, Θέογν. 389. 394, κ. ἀλπρβλ. χρησμοσύνη.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. τ.) χρεία, ανάγκη, έλλειψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρήμη + κατάλ. -ο-σύνη (βλ. λ. -σύνη)].

Greek Monotonic

χρημοσύνη: ἡ, όπως το χρεία, ανάγκη, χρεία, έλλειψη, σε Τυρτ., Θέογν.

Middle Liddell

χρημοσύνη, ἡ,
like χρεία, need, want, lack, Tyrtae., Theogn.